Πέμπτη 31 Ιουλίου 2014

Κεφάλαιο 29ο "Ακτίνα Ηλίου"



Κεφάλαιο 29ο


«Ακτίνα Ηλίου»


Το επόμενο πρωί ήρθε ένα γράμμα της Ήντιθ για την Μάργκαρετ. Ήταν στοργικό και χωρίς ειρμό όπως ακριβώς και η επιστολογράφος. Όμως η στοργή συγκινούσε  την Μάργκαρετ που είχε και η ίδια στοργική φύση κι όσο για την έλλειψη ειρμού, είχε μεγαλώσει με την Ήντιθ και έτσι δεν την αντιλαμβανόταν. Το γράμμα είχε ως εξής:


«Ω, Μάργκαρετ, αξίζει να κάνεις το ταξίδι από την Αγγλία για να δεις το  μωρό μου! Είναι ένας θαυμάσιος  πιτσιρίκος, ειδικά όταν φοράει τα σκουφάκια του και πιο συγκεκριμένα αυτό που του έστειλες εσύ- καλή μου, κρινοδάκτυλη, χρυσοχέρα δεσποσύνη !
 Έχοντας κάνει όλες τις άλλες μητέρες εδώ να ζηλέψουν, θέλω να τον επιδείξω σε κάποιο καινούριο πρόσωπο και να ακούσω νέες εκφράσεις θαυμασμού – ίσως αυτός να είναι ο λόγος. Μπορεί και όχι. Μπά, μάλλον υπάρχει και λίγη εξαδελφική αγάπη μαζί μ’αυτό, όμως αλήθεια θέλω τόσο πολύ να έρθεις εδώ, Μάργκαρετ !  
 Είμαι σίγουρη ότι θα ήταν το καλύτερο για την υγεία της θείας Χέηλ.  Όλοι εδώ είναι νέοι και υγιείς, ο ουρανός πάντα γαλάζιος, ο ήλιος  πάντα φωτεινός   η μπάντα παίζει  υπέροχα και για να ξαναγυρίσω σ’αυτό που έλεγα στην αρχή, το μωρό μου πάντα γελάει !........................................................................................................................
Να το αγοράκι μου, Μάργκαρετ – αν δεν φτιάξεις τις βαλίτσες σου αμέσως μόλις λάβεις αυτή την επιστολή για να έρθεις να τον δεις, θα υποθέσω ότι κατάγεσαι από τον Βασιλιά Ηρώδη !»


Η Μάργκαρετ λαχταρούσε να ζήσει μια μέρα από τη ζωή της Ήντιθ! – την ανεμελιά της, το χαρούμενο σπιτικό της, τον ηλιόλουστο ουρανό της. Αν μια ευχή μπορούσε να τη μεταφέρει, θα είχε φύγει κατευθείαν ακόμα και για μια μόνο μέρα.  Λαχταρούσε με πάθος το σθένος που θα  μπορούσε να της προσφέρει  μια τέτοια αλλαγή –έστω και για λίγες ώρες να βρισκόταν σε αυτήν την  φωτεινή  ζωή και να αισθανθεί ξανά τόσο νέα. Ούτε είκοσι χρόνων, και έπρεπε να αντέξει τέτοιο βάρος που την έκανε να αισθάνεται πολύ μεγαλύτερη. Αυτή ήταν η πρώτη της αίσθηση  μόλις διάβασε το γράμμα της Ήντιθ. Το ξαναδιάβασε και αποξεχασμένη βρήκε διασκεδαστικό το πόσο  έμοιαζε το γράμμα με την ίδια την Ήντιθ, και γελούσε εύθυμα με τη σκέψη αυτή όταν μπήκε η κυρία Χέηλ στο καθιστικό στηριγμένη στο μπράτσο της Ντίξον. Η  Μάργκαρετ έτρεξε να φτιάξει τις μαξιλάρες. Η μητέρα της φαινόταν πιο αδύναμη απ’ ότι συνήθως.

«Με ποιο πράγμα γελάς, Μάργκαρετ ;»   ρώτησε καθώς πάσχιζε να συνέλθει από την προσπάθεια να βολευτεί στον καναπέ.

«Ένα γράμμα που έλαβα από την Ήντιθ, μητέρα. Να σου το διαβάσω;»

Το διάβασε δυνατά ˙ και για λίγο φάνηκε να κεντρίζει το ενδιαφέρον της μητέρας της η οποία άρχισε να αναρωτιέται ποιο όνομα είχε δώσει η Ήντιθ στο γυιό της, να προτείνει όλα τα πιθανά ονόματα καθώς και όλους τις εύλογες αιτίες για τις οποίες το κάθε ένα ξεχωριστά και όλα μαζί θα έπρεπε να δοθούν.  Πάνω ακριβώς σε αυτές τις πιθανολογίες, ήρθε ο κύριος Θόρντον φέρνοντας άλλη μια προσφορά σε φρούτα για την κυρία Χέηλ. Δεν μπορούσε – ή μάλλον δεν ήθελε- να αρνηθεί στον εαυτό του την ευχαρίστηση να δει την Μάργκαρετ. Δεν είχε κανένα άλλο σκοπό παρά αυτήν την ευχαρίστηση. Ήταν το ρωμαλέο  πείσμα ενός κατά τα άλλα λογικού και εγκρατή άνδρα.  Μπήκε στο δωμάτιο και με μια γρήγορη ματιά αντιλήφθηκε την παρουσία της Μάργκαρετ ˙ όμως ύστερα από την πρώτη  ψυχρή  και εκ του μακρόθεν υπόκλιση δεν άφησε ξανά το βλέμμα του να πέσει πάνω της. Έμεινε μόνο για να δείξει τα ροδάκινα που έφερε – να πει μερικά ευγενικά λόγια και να εκφράσει την συμπάθειά του – κι έπειτα το ψυχρό, προσβεβλημένο βλέμμα του  συνάντησε το βλέμμα της Μάργκαρετ σε έναν σοβαρό αποχαιρετισμό καθώς έφευγε από το δωμάτιο. Εκείνη κάθισε χλωμή και σιωπηλή.

«Ξέρεις, Μάργκαρετ, πραγματικά έχω αρχίσει να συμπαθώ τον κύριο Θόρντον.»

Καμμία απάντηση, αρχικά. Έπειτα η Μάργκαρετ πρόφερε ένα βεβιασμένο και ψυχρό:
« Α, ναι ;»
«Ναι! Νομίζω ότι οι τρόποι του έχουν αρχίσει να βελτιώνονται αισθητά.»
Η Μάργκαρετ μπορούσε να ελέγξει καλύτερα τη φωνή της τώρα.

«Είναι πολύ ευγενικός και περιποιητικός – δεν υπάρχει καμμιά αμφιβολία γι αυτό.»

«Αναρωτιέμαι γιατί δεν ήρθε καθόλου η κυρία Θόρντον να με δει. Πρέπει να ξέρει ότι είμαι άρρωστη αφού ζητήσαμε το υδατόστρωμα.»

«Τολμώ να πω ότι μαθαίνει από τον γυιό της τα νέα για την υγεία σου.»

Η Μάργκαρετ κατάλαβε τι σκεφτόταν η μητέρα της. Λαχταρούσε να εξασφαλίσει την καλοσύνη μιας άλλης γυναίκας  προς την θυγατέρα που σε λίγο έμελλε να μείνει ορφανή. Όμως της ήταν αδύνατο να μιλήσει.

«Μήπως» είπε η κυρία Χέηλ μετά από μια παύση, «μπορείς να πάς και να ζητήσεις από την κυρία Θόρντον να έρθει να με δει; Μια φορά μονάχα – δεν θέλω να τη βάλω σε κόπο.»

«Θα κάνω ό,τιδήποτε θέλησεις, μητέρα, αλλά αν – όταν- έρθει ο Φρέντερικ…..»
«Α, σωστά! Θα πρέπει να κρατήσουμε το σπίτι κλειστό – δεν πρέπει να δεχτούμε κανέναν. Σχεδόν δεν ξέρω αν  τολμώ να επιθυμήσω τον ερχομό του ή όχι.  Κάποιες φορές νομίζω πως θα ήταν καλύτερα να μην έρθει. Βλέπω  τόσο τρομακτικά όνειρα γι αυτόν!»

«Ω, μητέρα! Θα προσέξουμε πολύ. Θα ασφαλίσω το μάνταλο στην πόρτα πριν καν διανοηθεί κανείς να τον βλάψει. Άφησέ το σε μένα, μητέρα, θα τον φροντίσω. Θα τον προσέχω όπως η λέαινα τα μικρά της.»

«Πότε θα λάβουμε νέα του;»
«Σίγουρα μετά από μια εβδομάδα –ίσως και περισσότερο.»

«Πρέπει να διώξουμε τη Μάρθα  εγκαίρως. Δεν θα ήταν σωστό να είναι εδώ  όταν φτάσει εκείνος και μετά να την διώξουμε βιαστικά.»

«Η Ντίξον σίγουρα θα έχει το νου της και θα μας το υπενθυμίσει. Σκεφτόμουν πως αν ίσως χρειαζόμασταν βοήθεια για το σπίτι θα μπορούσαμε ίσως  να φέρουμε την Μαίρη Χίγκινς. Έχει μεγάλες αναδουλειές τώρα  και  είναι πολύ καλό κορίτσι κι είμαι σίγουρη ότι θα βάλει τα δυνατά της. Θα κοιμάται στο σπίτι της και δεν χρειάζεται να ανεβαίνει πάνω για να βλέπει ποιος είναι στο σπίτι.»

«Όπως νομίζεις. Αν συμφωνεί και η Ντίξον. Όμως Μάργκαρετ, μην χρησιμοποιείς αυτούς τους ιδιωματισμούς του Μίλτον.  Το  «αναδουλειά»  είναι ιδιωματισμός. Τι θα πει η θεία Σω αν σε ακούσει να μιλάς έτσι όταν επιστρέψει;»

«Ω, μαμά, μην παριστάνεις την θεία Σω σαν τον μπαμπούλα» είπε η Μάργκαρετ γελώντας «Η Ήντιθ υιοθέτησε όλους τους στρατιωτικούς ιδιωματισμούς από τον Λοχαγό Λέννοξ και η θεία Σω ούτε που το πρόσεξε.»

«Μα εσύ χρησιμοποιείς βιομηχανικούς ιδιωματισμούς.»

«Αφού ζω σε μια βιομηχανική πόλη, θα πρέπει να χρησιμοποιώ την βιομηχανική γλώσσα αν το επιθυμώ. Ε, λοιπόν, μαμά θα εκπλαγείς αν μάθεις πόσες ακόμα  περισσότερες λέξεις ξέρω. Δεν νομίζω να γνωρίζεις τι σημαίνει 'καρφί'  .”

“Ασφαλώς, όχι, παιδί μου. Ξέρω όμως ότι ηχεί πολύ άσχημα και δεν θέλω να χρησιμοποιείς αυτή τη λέξη.»

«Πολύ καλά, αγαπημένη μου μαμά, θα συμμορφωθώ. Αλλά θα πρέπει να χρησιμοποιήσω μια πολύ μεγαλύτερη πρόταση για να την πω περιφραστικά.»

«Δεν μου αρέσει αυτό το Μίλτον,» είπε η κυρία Χέηλ «η Ήντιθ έχει απόλυτο  δίκιο που λέει ότι είναι αυτή  η κάπνα που με αρρώστησε.»

Η Μάργκαρετ ξαφνιάστηκε ακούγοντας τη  μητέρα της να λέει κάτι τέτοιο. Ο πατέρας της είχε μόλις μπει στο δωμάτιο κι αυτό την ανησύχησε πολύ. Δεν ήθελε η αόριστη εντύπωση που εκείνος είχε ήδη στο μυαλό του ότι η ατμόσφαιρα του Μίλτον είχε επιδεινώσει την υγεία της μητέρας της να επιβεβαιωθεί. Δεν ήταν σίγουρη αν είχε ακούσει αυτό που είπε η κυρία Χέηλ ή όχι, ξεκίνησε λοιπόν να μιλάει βιαστικά για άλλα πράγματα, χωρίς να έχει αντιληφθεί ότι ο κύριος Θόρντον ακολουθούσε κατά πόδας τον πατέρα της.

«Η μαμά με κατηγορεί ότι αφότου ήρθαμε στο Μιλτον  υιοθέτησα αρκετές χοντράδες.»

Οι «χοντράδες» στις οποίες για τις οποίες μιλούσε  η Μάργκαρετ είχαν σχέση αποκλειστικά με την χρήση των ιδιωματισμών του τόπου και ο χαρακτηρισμός προέκυψε από την συζήτηση που μόλις είχε με τη μητέρα της. Όμως ο κύριος Θόρντον σκυθρώπιασε και η Μάργκαρετ κατάλαβε τον τρόπο με τον οποίο είχε παρεξηγήσει τα λόγια της, έτσι, επιθυμώντας από ευγένεια να μην τον προσβάλλει άλλο άθελά της, πίεσε τον εαυτό της να προχωρήσει  σε έναν σύντομο χαιρετισμό και να συνεχίσει αυτό που έλεγε απευθυνόμενη αποκλειστικά σε αυτόν.

«Λοιπόν, κύριε Θόρντον, αν και η λέξη 'καρφί'   δεν ηχεί και τόσο χαριτωμένα, είναι ωστόσο πολύ γλαφυρή, δεν βρίσκετε ; Πώς μπορώ να μην τη χρησιμοποιήσω αν θέλω να μιλήσω για αυτό στο οποίο αναφέρεται ; Αν είναι χοντράδα το να χρησιμοποιείς τοπικούς ιδιωματισμούς, τότε έκανα πολλές χοντράδες στο Φόστερ – θυμάσαι μητέρα ;»

Ήταν ασυνήθιστο για την Μάργκαρετ να επιβάλλει  έτσι φορτικά ένα θέμα συζήτησης στους άλλους, όμως τώρα ήθελε τόσο πολύ να μην αισθανθεί ενοχλημένος ο κύριος Θόρντον από τη συζήτηση που άκουσε τυχαία, ώστε μόνο αφού ολοκλήρωσε το λόγο της αισθάνθηκε να κοκκινίζει συνειδητοποιώντας αυτό που έκανε. Ειδικά  εφόσον ο κύριος Θόρντον δεν φάνηκε να αντιλαμβάνεται στο ελάχιστο  την ουσία των λόγων της ή έστω  να ακούει αυτό που είχε να πει, αντιθέτως, την προσπέρασε κρατώντας μια ψυχρή και επίσημη στάση για να μιλήσει με τον κυρία Χέηλ. Εκείνη, μόλις τον είδε θυμήθηκε ότι ήθελε να δει την μητέρα του και να της εμπιστευτεί την φροντίδα της Μάργκαρετ.  Η Μάργκαρετ που καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα, σιωπούσε γεμάτη ντροπή και ταραχή εξαιτίας της αδυναμίας της να κρατήσει την ψύχραιμη, αδιάφορη στάση της όταν ο κύριος Θόρντον ήταν παρών, άκουσε την χαμηλόφωνη παράκληση της μητέρας της : να την επισκεφθεί η κυρία Θόρντον σύντομα –ει δυνατόν την επόμενη ημέρα. Ο κύριος Θόρντον της το υποσχέθηκε  - συνέχισε για λίγο ακόμα τη συζήτηση και έπειτα έφυγε ˙ η Μάργκαρετ αισθάνθηκε σαν να ξαναβρήκε τη φωνή και την κίνησή της που μέχρι τότε βάραιναν αόρατες αλυσίδες. Δεν  έστρεψε καθόλου  το βλέμμα του πάνω της ˙ κι όμως, την απέφευγε τόσο προσεκτικά και μελετημένα ώστε με κάποιον τρόπο, έμοιαζε να ξέρει ακριβώς σε ποιο σημείο αν κύτταζε, θα έπεφτε επάνω της η ματιά του. Κάθε φορά που εκείνη μιλούσε, εκείνος έμοιαζε να μην δίνει καμμιά σημασία εντούτοις η επόμενη φράση του ήταν σε σχέση με κάτι που εκείνη είχε πει ˙ κάποιες φορές ήταν η απάντηση σε κάποια δική της παρατήρηση όμως απευθυνόταν σε ένα άλλο άτομο σαν να μην την είχε εκφράσει εκείνη. Δεν  την αγνοούσε από έλλειψη καλών τρόπων αλλά υιοθετούσε σκόπιμα κακούς τρόπους γιατί ένοιωθε  βαθιά προσβεβλημένος. Το έκανε εσκεμμένα εκείνη τη στιγμή και το μετάνοιωνε αργότερα.

Ωστόσο κανένα σοφά μελετημένο σχέδιο και  καμμία  πονηρή δολοπλοκία δεν θα είχαν φέρει καλύτερα αποτελέσματα. Η Μάργκαρετ τον σκεφτόταν περισσότερο παρά ποτέ: όχι με την παραμικρή  υποψία αυτού που λέγεται έρωτας αλλά με λύπη επειδή τον είχε πληγώσει τόσο βαθιά και με κάποια ευγενική, τρυφερή απαντοχή πως κάποτε θα ξανάβρισκαν την παλιότερη σχέση τους –αυτή της ανταγωνιστικής φιλίας. Γιατί είχε συνειδητοποιήσει ότι τον θεωρούσε φίλο τόσο η ίδια όσο και η υπόλοιπη οικογένεια.  Στη συμπεριφορά της ως προς αυτόν  επικρατούσε αρκετή ταπεινοσύνη ως να ζητούσε σιωπηλά συγνώμη για τα υπερβολικά σκληρά λόγια της που τα είχαν προκαλέσει τα συμβάντα της ημέρας των ταραχών.

Ωστόσο, εκείνα τα λόγια τον είχαν πικράνει πολύ. Αντηχούσαν στ’ αυτιά του και ήταν περήφανος για το αίσθημα δικαίου που τον ωθούσε να προσφέρει το καλύτερο που μπορούσε στους γονείς της. Καμάρωνε για την δύναμη που έδειχνε υποβάλλοντας  τον εαυτό του στην δοκιμασία  να την αντικρίζει  κάθε φορά που σκεφτόταν κάποια πράξη που θα έδινε χαρά στον πατέρα ή τη μητέρα της . Νόμιζε ότι ήταν δυσάρεστο να βλέπει εκείνη που τον είχε ταπεινώσει τόσο πολύ, αλλά έκανε λάθος. Ένοιωθε μια οδυνηρή ευχαρίστηση να βρίσκεται στο ίδιο δωμάτιο μαζί της, να νοιώθει την παρουσία της. Όμως δεν μπορούσε να αναλύσει ιδιαίτερα τα ίδια του τα κίνητρα, κι όπως είπα, έκανε λάθος.

Σημείωση Της Μεταφράστριας (τρομάρα της!)
Με τη λέξη 'καρφί' που χρησιμοποιεί η Μάργκαρετ ως ενδεικτική της αργκό του Μίλτον, αποδίδω το Αγγλικό knobstick που σημαίνει τον απεργοσπάστη ή αυτόν που εγκαταλείπει  ή δεν θέλει να συμμετέχει σε ένα εργατικό συνδικάτο.  Δεν μπόρεσα να βρω κάποια αντίστοιχα  'αργκό' για το "απεργοσπάστης". Τα  κάπως παραπλήσια  νοηματικά 'χαφιες' και 'ρουφιάνος' απλά δεν μου 'κόλλαγαν'. Αν υπάρχει κάποια πρόταση επ'αυτού καλοί μου αναγνώστες,  είναι ευπρόσδεκτη !

Δευτέρα 21 Ιουλίου 2014

Κεφάλαιο 28ο "Θλίψεως παραμυθία"



Κεφάλαιο 28o

"Θλίψεως παραμυθία"

(Μέρος Α')

Εκείνο το απόγευμα κατευθύνθηκε με σταθερά βήματα στο σπιτικό των Χίγκινς. 
 Η Μαίρη την αναζήτησε με έκφραση σχεδόν δύσπιστη. Η Μάργκαρετ  την κοίταξε στα μάτια και της χαμογέλασε καθησυχάζοντάς την σιωπηλά. Πέρασαν βιαστικά από τα δωμάτια του σπιτιού και κατευθύνθηκαν επάνω εκεί όπου κυριαρχούσε η ήσυχη παρουσία της νεκρής.   Εκείνο το  πρόσωπο, τόσο ταλαιπωρημένο από τον πόνο, τόσο ανήσυχο συχνά από τις σκέψεις, τώρα είχε το αχνό χαμόγελο της αιώνιας ανάπαυσης. Τα μάτια της Μάργκαρετ γέμισαν δάκρυα αλλά ανείπωτη γαλήνη πλημμύρισε την ψυχή της. Ώστε αυτός ήταν ο θάνατος!  Έμοιαζε να είναι πιο γαλήνιος από την ζωή. Της ήρθαν στο μυαλό κάποια  γλαφυρά επιτύμβια: «Των κόπων ανάπαυσιν  ηύρον»      «Οι κοπιώντες θέλουσιν αναπαυθήναι»  «Έδωκε τοις πεφιλημένοις Αυτού ανάπαυσιν» .
Και τότε η Μάργκαρετ χάρηκε που είχε πάει.
Αργά, πολύ αργά η Μάργκαρετ στράφηκε μακριά από το νεκροκρέβατο. Η Μαίρη έκλαιγε με πνιχτά αναφιλητά στο βάθος. Κατέβηκαν κάτω αμίλητες. Ο Νίκολας Χίγκινς στεκόταν στη μέση του δωματίου ακουμπώντας το χέρι του πάνω στο τραπέζι. Το βλέμμα του ξαφνιασμένο από τα νέα που του είχαν προφτάσει πολλοί και διάφοροι καθώς διέσχιζε την αυλή. Τα μάτια του αδάκρυτα και αγριεμένα καθώς προσπαθούσε να συλλάβει την πραγματικότητα του θανάτου, πολεμώντας να καταλάβει ότι το σπίτι της δεν θα την ξανάβλεπε. Επειδή ήταν άρρωστη και στο κατώφλι του θανάτου για τόσο πολύ καιρό ώστε είχε πείσει τον εαυτό του πως δεν θα πέθαινε αλλά πως θα  κρατούσε έτσι ακόμα.
Η Μάργκαρετ αισθάνθηκε πως δεν είχε θέση εκεί, εξοικειωμένη καθώς ήταν  η ίδια με την είδηση του θανάτου την οποία  εκείνος, ο πατέρας,  είχε μόλις δεχθεί. Μόλις τον είδε είχε μείνει ακίνητη για λίγο δίπλα στην παλιά, στρεβλωμένη  καρέκλα αλλά  τώρα προσπαθούσε να τον  προσπεράσει κλεφτά χωρίς να την αντιληφθεί καθώς εκείνος κύτταζε ακόμα σαν χαμένος, και να τον αφήσει στην μεγάλη δυστυχία η οποία είχε ενσκήψει στο σπίτι του.
Η Μαίρη, κάθησε στη πρώτη καρέκλα που βρέθηκε μπροστά της και σκεπάζοντας το πρόσωπό της με την ποδιά της άρχισε να κλαίει.
Αυτό φάνηκε να τον συνεφέρνει. Έπιασε ξαφνικά την Μάργκαρετ από το μπράτσο και την κράτησε μέχρι να μπορέσει να βρει τα λόγια για να της μιλήσει. Ο λαιμός του ήταν στεγνός. Οι λέξεις έβγαιναν πνιχτές και βραχνές:
«Ήσουνα μαζί της ? Την είδες να ξεψυχά;»
«Όχι!» απάντησε η Μάργκαρετ στέκοντας ακίνητη με άκρα υπομονή καθώς η παρουσία της είχε γίνει αντιληπτή. Πέρασε λίγη ώρα πριν της μιλήσει ξανά αλλά συνέχισε να την κρατά από το μπράτσο.
«Όλοι θα πεθάνουμε κάποια μέρα» είπε στο τέλος, με μια περίεργη σοβαρότητα που αρχικά έκανε την Μάργκαρετ να πιστέψει ότι  είχε πιει – όχι  τόσο ώστε να μεθύσει αλλά αρκετά ώστε να θολώσει η σκέψη του. “Ήταν όμως πιο νέα από εμένα». Ακόμα αναλογιζόταν το γεγονός, χωρίς να κυττάζει την Μάργκαρετ παρόλο που την κρατούσε ακόμα σφιχτά. Ξαφνικά την κύτταξε με μια φρενιασμένη αγωνία στο βλέμμα. « Είσαι σίγουρη πως είναι νεκρή – μην της ήρθε λιγοθυμιά  ή  είναι σε λήθαργο;  Δεν είναι η πρώτη φορά - το παθαίνει συχνά.»
«Είναι νεκρή,» απάντησε η Μάργκαρετ. Δεν φοβόταν  να του μιλήσει μόλο που η λαβή του της πονούσε το χέρι και το βλέμμα του άστραφτε αγριεμένο αν και δίχως  ακόμα να καταλαβαίνει.
«Πέθανε!» του είπε.
Την κύτταξε ξανά και το βλέμμα του είχε μια απορία που σιγά σιγά έμοιαζε να σβήνει. Έπειτα, ξαφνικά, άφησε το χέρι της Μάργκαρετ και σωριάστηκε πάνω στο τραπέζι τραντάζοντάς το ολόκληρο καθώς έκλαιγε με άγρια αναφιλητά. Η Μαίρη τον πλησίασε τρέμοντας.
«Φύγε εσύ – χάσου !» φώναζε κλαίγοντας και χειρονομώντας τυφλά προς το μέρος της. «Σκοτίστηκα για λόγου σου!»  Η Μάργκαρετ  της πήρε το χέρι και το κράτησε τρυφερά στο δικό της. Εκείνος τράβαγε τα μαλλιά του, χτυπούσε το κεφάλι του πάνω στο ξύλο κι έπειτα έμεινε ξέπνοος και σαν χαμένος. Η Μάργκαρετ και η κόρη του εξακολουθούσαν να μένουν ακίνητες. Η Μαίρη έτρεμε σύγκορμη.
Στο τέλος, μπορεί να είχε περάσει ένα τέταρτο μπορεί και μια ώρα, όρθωσε το κορμί του.  Τα μάτια του ήταν πρησμένα και κατακόκκινα κι έμοιαζε να έχει ξεχάσει ότι  υπήρχαν άνθρωποι γύρω του ∙ τους κύτταξε με βλέμμα αγριεμένο. Ένα ρίγος φάνηκε να τον διαπερνά, έριξε μια ακόμα βλοσυρή ματιά τριγύρω και άρχισε να κατευθύνεται προς την πόρτα.
«Ω, πατέρα, πατέρα!» φώναξε η Μαίρη πέφτοντας στο μπράτσο του – «όχι απόψε!  Οποιαδήποτε άλλη νύχτα εκτός από απόψε. Βοήθησέ με, θα πάει να  πιεί ξανά!  Δεν θα σ’αφήσω, πατέρα! Χτύπα με, αλλά δεν σ’αφήνω. Το τελευταίο πράμα που μού΄πε ήταν να μη σ’αφήσω να πιείς!»
Αλλά και η Μάργκαρετ είχε σταθεί στην πόρτα σιωπηλή μα αποφασισμένη. Την κύτταξε αψηφώντας την.
«Αυτό είναι το σπίτι μου. Κάνε παραπέρα, κοπέλα μου αλλιώς θα σε παραμερίσω εγώ!» Είχε αποτινάξει βίαια την Μαίρη κι έμοιαζε έτοιμος να χτυπήσει την Μάργκαρετ. Όμως εκείνη δεν κίνησε ούτε βλέφαρο, παρά έμεινε να τον κυττάζει κατάματα με σοβαρότητα . Της αντιγύρισε ένα βλέμμα σκυθρωπό και άγριο. Αν εκείνη είχε κάνει κάποια κίνηση  θα την είχε πετάξει στο πλάι με μεγαλύτερη βιαιότητα από αυτή που είχε χρησιμοποιήσει στην κόρη του  της οποίας το πρόσωπο αιμορραγούσε τώρα  από την πτώση της σε μια καρέκλα.
«Τι με κυττάζεις έτσι;» τη ρώτησε στο τέλος αποκαρδιωμένος και γεμάτος δέος μπροστά  στην ήρεμη αυστηρότητά της. « Αν θαρρείς πως επειδής εκείνη σ’αγάπαγε θα μ’εμποδίσεις απ’το να πάω  όπου διάτανο θέλω, και μάλιστα μέσα στο ίδιο μου το σπίτι, σε γελάσανε! Είναι σκληρό για έναν άντρα να μην μπορεί να πάει στη μόνη παρηγοριά που του απόμεινε.»

Η Μάργκαρετ κατάλαβε ότι αναγνώριζε τη δύναμή της. Τι μπορούσε να κάνει μετά; Εκείνος είχε καθίσει σε μα καρέκλα δίπλα στην πόρτα ˙ έμοιαζε κάπως ηττημένος, κάπως παραιτημένος, έχοντας πάντα κατά νου να φύγει μόλις εκείνη άφηνε τη θέση της, όμως απρόθυμος να μεταχειριστεί τη βία με την οποία την είχε απειλήσει μόλις προ ολίγου. Η Μάργκαρετ άπλωσε το χέρι της και τον άγγιξε στον ώμο.
«Έλα μαζί μου,» του είπε. « Έλα να την δείς!»
Του μίλησε με φωνή σιγανή και σοβαρή, χωρίς  ίχνος φόβου ή  αμφιβολίας είτε απέναντι σ’αυτόν ή στην τάση του να υποχωρήσει . Σηκώθηκε σκυθρωπός. Στεκόταν αβέβαιος με μια πεισματάρικη έκφραση στο πρόσωπό του. Τον περίμενε εκεί ˙ περίμενε ήσυχα και υπομονετικά  τη στιγμή που θα ήταν έτοιμος να ξεκινήσει. Αισθανόταν μια περίεργη ευχαρίστηση στο να τη κάνει να περιμένει αλλά επιτέλους κινήθηκε προς τη σκάλα.
Στάθηκαν και οι δυο τους δίπλα στη σωρό.
«Τα τελευταία  λόγια που είπε στην Μαίρη ήταν ‘Μην αφήσεις τον πατέρα να πιει’».
«Δεν θα τηνε πειράξει τώρα,» μουρμούρισε  εκείνος. «Τίποτις δεν μπορεί να τηνε πειράξει τώρα.»  Έπειτα, υψώνοντας τη φωνή του σε θρηνητική κραυγή, συνέχισε «Μπορεί να τσακωθούμε  και να μη μιλιόμαστε- μπορεί να τα ξαναβρούμε  και να φιλιώσουμε – μπορεί να ψοφήσουμε από την πείνα μέχρι  που να μείνουμε πετσί και κόκαλο – κανένα βάσανο δε θε να την ταράξει άλλο. Κι από βάσανα άλλο τίποτα. Μια που δούλευε σαν το σκυλί μετά που τη βρήκε η αρρώστεια, τι ζωή τράβηξε! Και να πεθάνει χωρίς να νοιώσει μια στάλα χαράς σ’όλη της τη ζήση! Όχι, κοπελιά, ότι και να λές,  εκείνη δεν καταλαβαίνει τίποτα τώρα κι εγώ θε να πάω να πιω μια κούπα  να με στυλώσει στη δυστυχία μου.»
«Όχι,» είπε η Μάργκαρετ  πιο ήπια τώρα που κι αυτός είχε μαλακώσει. « Δεν θα πάς. Αν η ζωή της ήταν έτσι όπως λες, παρ’όλ’αυτά δεν φοβόταν το θάνατο όπως τον φοβούνται μερικοί. Ω, θα έπρεπε να την ακούσεις να μιλά για την άλλη ζωή, τη ζωή κοντά στο Θεό, εκεί που βρίσκεται τώρα.»
Κούνησε το κεφάλι του λοξοκυττάζοντας τη Μάργκαρετ. Το χλωμό, τσακισμένο του πρόσωπο της έκανε οδυνηρή εντύπωση.
«Φαίνεσαι πολύ εξουθενωμένος. Πού  βρισκόσουν όλη μέρα – όχι στη δουλειά ;»
«Όχι, στη δουλειά δεν ήμουν σίγουρα,» απάντησε με ένα κοφτό, βλοσυρό γέλιο. «Όχι σε αυτό που ελόγου σου θα 'λεγες δουλειά.  Ήμουνα στην επιτροπή μέχρι που μπούχτισα προσπαθώντας να κάνω τους βλάκες να καταλάβουνε. Με φωνάξανε στη γυναίκα του Μπούσερ απ’τις εφτά το πρωί. Είναι κατάκοιτη  μα δεν έβαζε γλώσσα μέσα της της -  όλο φώναζε και γύρευε να μάθει πού να βρίσκεται εκείνος ο ανεπρόκοπος ο άντρας της. Λες και ήξερα εγώ που ήταν ή λες και μπορούσα να του πω πού να πάει και τι να κάνει. Εκείνο το άχρηστο τομάρι που πήγε και χάλασε όλα μας τα σχέδια! Κι απόστασαν  τα πόδια μου να γυρίζω για να βρω κάτι τύπους που δεν  έπρεπε να με δουν μαζί τους, μια που τώρα  μας κυνηγάει ο νόμος. Και πιο πολύ απ’ τα πόδια μου, απόστασε η ψυχή μου, πράμα που είναι χειρότερο απ’το να σε πονάν’ τα πόδια σου. Κι αν τύχαινε ν’απαντήσω κανένα φίλο πού’θελε να με κεράσει, ούτε που θα μάθαινα ότι εκείνη ξεψύχαγε εδώ. Μπέσσυ, κόρη μου, με πιστεύεις, εσύ με πιστεύεις, έτσι δεν είναι  ;» στράφηκε προς το άψυχο σώμα φρενιασμένος.
«Είμαι σίγουρη,» είπε η Μάργκαρετ, «Είμαι σίγουρη πως δεν  ήξερες – ήταν ξαφνικό. Τώρα, όμως βλέπεις, είναι διαφορετικό – τώρα ξέρεις – τη βλέπεις να κείτεται εδώ, ξέρεις τι είπε με την τελευταία της ανάσα. Δεν θα πάς, έτσι δεν είναι;»
Καμμία απάντηση. Και πραγματικά, πού αλλού θα στρεφόταν εκείνος για παρηγοριά ;
«Έλα μαζί μου στο σπίτι μου,» αποτόλμησε με θάρρος  εκείνη στο τέλος, σχεδόν τρέμοντας με την ίδια της την τόλμη καθώς το πρότεινε. «Τουλάχιστον, θα  βρείς ένα πιάτο καλό φαί, κάτι που σίγουρα το  χρειάζεσαι.»
«Ο πατέρας σου είναι παπάς;» είπε εκείνος καθώς η σκέψη του στρεφόταν αλλού.
«Ήταν.» είπε λακωνικά η Μάργκαρετ.
«Θα’ρθώ να πιω μια κούπα τσάι μαζί του αφού με κάλεσες. Είναι πολλά πράματα που πάντα ήθελα να πω σ’έναν παπά δεν με νοιάζει  αν είναι τώρα στον άμβωνα ή όχι.»
Η Μάργκαρετ είχε σαστίσει . Η ιδέα του να πάει εκείνος για τσάι με τον πατέρα της, ο οποίος θα ήταν εντελώς απροετοίμαστος για τον επισκέπτη του – και με τη μητέρα της τόσο άρρωστη – φαινόταν εντελώς αδύνατη. Και πάλι, αν οπισθοχωρούσε τώρα, θα έκανε τα πράγματα χειρότερα  - ήταν σίγουρο ότι θα τον οδηγούσε στο καπηλειό. Σκέφτηκε πως αν μονάχα κατάφερνε να τον πάει στο σπίτι της, αυτό από μόνο του ήταν τόσο σημαντικό βήμα, ώστε μπορούσε να επαφίεται για τη συνέχεια στην καλή της τύχη.
«Έχε γειά, κορίτσι μου! Χωρίσανε οι δρόμοι μας, κατά πως φαίνεται – χωριστήκαμε! Μα από την ώρα που γεννήθηκες ήσουνα παρηγοριά για τον πατέρα σου. Αχ, τ’άσπρα σου χειλάκια κόρη μου  - χαμογελούνε τώρα! Και χαίρομαι που σε βλέπω να χαμογελάς πάλι μ’όλο που απομένω τώρα  μόνος κι έρημος  για πάντα.»
Έσκυψε και φίλησε τρυφερά την κόρη του ˙ κάλυψε το πρόσωπό τη και στράφηκε να ακολουθήσει την Μάργκαρετ.  Εκείνη είχε κατέβει βιαστικά να ενημερώσει την Μαίρη για αυτό που είχε κανονίσει, να της πει ότι ήταν ο μόνος τρόπος για να τον κρατήσει μακριά από το καπηλειό και να της ζητήσει με θέρμη να έρθει και αυτή μαζί γιατί η καρδιά της δεν άντεχε στην ιδέα ότι το καημένο κορίτσι που ήταν τόσο στοργικό, θα έμενε μόνο του.
Η Μαίρη της είπε ότι είχε φίλους στη γειτονιά που θα έρχονταν να καθίσουν λιγάκι μαζί της, θα ήταν εντάξει, ο πατέρας όμως..
Εκείνος ήταν ήδη κοντά τους, αλλιώς το κορίτσι θα έλεγε κι άλλα. Είχε αποτινάξει τη συγκίνησή του σαν να ντρεπόταν που της είχε επιτρέψει να τον νικήσει. Είχε μάλιστα τόσο υπερβεί τον εαυτό του που προσποιούνταν ένα είδος πικρής ευθυμίας – σαν το γρατσούνισμα κρυμμένων αγκαθιών μέσα στα άνθη.
«Θα πάω να πάρω το τσάι μου, με τον πατέρα της, εγώ!»
Όμως κατέβασε τη σκούφια του μέχρι τα φρύδια βγαίνοντας  έξω στο δρόμο και χωρίς να κυττάζει ούτε δεξιά ούτε αριστερά, βημάτιζε βαριά δίπλα στη Μάργκαρετ.  Περισσότερο από τα λόγια, φοβόταν μήπως ταραχθεί από τα βλέμματα των γειτόνων που  έρχονταν να συλλυπηθούν. Έτσι, αυτός κι η Μάργκαρετ συνέχισαν το δρόμο τους σιωπηλοί.
Καθώς πλησίαζαν στον δρόμο που ήξερε ότι έμενε η Μάργκαρετ, κύτταξε τα χέρια του, τα ρούχα του και τα παπούτσια του.
«Σάμπως να ‘πρεπε να πλυθώ πρώτα;»
Σίγουρα αυτό θα ήταν επιθυμητό, όμως η Μάργκαρετ τον διαβεβαίωσε  ότι θα του έδιναν σαπούνι και πετσέτα και ότι μπορούσε να πλυθεί στην αυλή  - δεν θα τον άφηνε να της ξεγλυστρίσει τώρα πια.
 Ενώ εκείνος ακολούθησε την υπηρέτρια στο διάδρομο και από εκεί στην κουζίνα, πατώντας προσεχτικά σε κάθε σκούρο πλακάκι του δαπέδου για να μην φαίνονται οι βρώμικες πατημασιές  η Μάργκαρετ έτρεξε επάνω. Συνάντησε την Ντίξον στο κεφαλόσκαλο.
«Πώς είναι η μητέρα ; Ο πατέρας πού είναι;»
Η κυρία ήταν κουρασμένη και είχε αποσυρθεί στο δωμάτιό της. Ήθελε να ξαπλώσει στο κρεβάτι όμως η Ντίξον την έπεισε να ξαπλώσει στον καναπέ και να σερβιριστεί εκεί το τσάι της – θα ήταν καλύτερο από το να την πιάσει ανησυχία λόγω της πολύωρης παραμονής στο κρεβάτι.
Μέχρι εδώ καλά. Όμως πού βρισκόταν ο κύριος Χέηλ;  Στο καθιστικό. Η Μάργκαρετ μπήκε μέσα ξέπνοη σχεδόν καθώς βιαζόταν να πει τα καθέκαστα.  Φυσικά δεν τα διηγήθηκε όλα και ο πατέρας της μάλλον αιφνιδιάστηκε με την ιδέα ότι  ένας πιωμένος υφαντής ήταν στο ήσυχο γραφείο του και τον περίμενε, και μάλιστα έπρεπε να πιούνε τσάι μαζί μ’αυτόν τον άνθρωπο για χάρη του οποίου η Μάργκαρετ τον εκλιπαρούσε με αγωνία. Ο πράος, καλόκαρδος κύριος Χέηλ πρόθυμα θα μπορούσε να τον παρηγορήσει στη θλίψη του όμως η Μάργκαρετ, ατυχώς, έδινε έμφαση στο  γεγονός ότι εκείνος ήταν  πιωμένος  και ότι τον είχε φέρει σπίτι για να τον αποτρέψει από το να πάει στο καπηλειό. Το ένα είχε φέρει το άλλο τόσο φυσικά που η Μάργκαρετ δεν είχε αντιληφθεί  ακριβώς  τι είχε κάνει μέχρι που είδε στον πατέρα της κάποια έκφραση ελαφριάς απέχθειας.
«Ω, πατέρα! Είναι ένας άνθρωπος που δεν θα τον αντιπαθήσεις – αν δεν σε σοκάρει, για να πω την αλήθεια.»
«Αλλά, Μάργκαρετ, να φέρεις στο σπίτι έναν πιωμένο  – και με την μητέρα σου τόσο άρρωστη !»
Το πρόσωπο της Μάργκαρετ έδειξε απογοήτευση. «Συγνώμη, πατέρα. Είναι πολύ ήσυχος και καθόλου μεθυσμένος. Απλά φερόταν περίεργα στην αρχή – όμως ίσως ήταν το σοκ από το θάνατο της καημένης της Μπέσσυ.» Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Ο κύριος Χέηλ πήρε στα χέρια του το  γλυκό της πρόσωπό  που τον κυττούσε ικετευτικά και την φίλησε στο μέτωπο.
«Εντάξει, καλή μου.  Θα πάω και θα προσπαθήσω να τον κάνω να νοιώσει όσο το δυναντόν πιο άνετα, κι εσύ πήγαινε να φροντίσεις την μητέρα σου. Μονάχα που αν μπορούσες να έρθεις και να είσαι η τρίτη στην παρέα μας, θα το χαιρόμουν.»
«Ω, ναι – σ’ευχαριστώ.» Αλλά καθώς ο κύριος Χέηλ  έβγαινε από το δωμάτιο, έτρεξε πίσω του. « Πατέρα – μην απορήσεις με ό,τι πει ….Είναι ….εννοώ ότι δεν πιστεύει σε όλα αυτά που πιστεύουμε εμείς.»
«Σε καλό μου! Ένας μέθυσος , άπιστος υφαντής!» είπε μέσα του ο κύριος Χέηλ θορυβημένος. Όμως στην Μάργκαρετ αρκέστηκε να πει :  «Αν η μητέρα σου πάει για ύπνο, φρόντισε να έρθεις αμέσως.»
...............................................................................................................

Η Μάργκαρετ χάρηκε όταν, έχοντας εκτελέσει ήρεμα και προσεκτικά τα θυγατρικά της καθήκοντα, μπορούσε πλέον να κατέβει στο γραφείο. Αναρωτιόνταν πώς να τα πήγαιναν μεταξύ τους ο πατέρας της και ο Χίγκινς.
Κατ’ αρχάς, ο ευπρεπής, καλόκαρδος, απλός και παλαιάς κοπής κύριος, με τους δικούς του κόσμιους και κομψούς τρόπους, είχε ασυνείδητα φέρει στην επιφάνεια την κρυμμένη ευγένεια του άλλου.
Ο κύριος Χέηλ αντιμετώπιζε όλους τους συνανθρώπους του το ίδιο: Δεν του περνούσε ποτέ από το μυαλό να κάνει διακρίσεις εξαιτίας της κοινωνικής του τάξης. Έφερε ένα κάθισμα για τον Νίκολας και παρέμεινε όρθιος μέχρι εκείνος να καθίσει αφού  πρώτα του το ζήτησε ο κύριος Χέηλ. Τον αποκαλούσε σταθερά «κύριο Χίγκινς» αντί του ξερού «Νίκολας» ή  «Χίγκινς» που είχε συνηθίσει ο «μέθυσος, άπιστος υφαντής». Όμως ο Νίκολας δεν  ήταν  καθ’εξιν  πότης  ούτε ολωσδιόλου άπιστος. Έπινε για να πνίξει τα βάσανα, όπως θα έλεγε κι  ο ίδιος και ήταν άπιστος στο βαθμό που δεν είχε βρει κάποια μορφή πίστεως στην οποία να προσκολληθεί ψυχή τε και σώματι.
Η Μάργκαρετ ξαφνιάστηκε λιγάκι και φάνηκε πολύ ευχαριστημένη που βρήκε τον πατέρα της και τον Χίγκινς σε σοβαρή συζήτηση  - ο ένας να μιλάει στον άλλον με  ευγένεια, όσο κι αν οι απόψεις τους συγκρούονταν. Ο Νίκολας, περιποιημένος, καθαρός (αν και στη σκάφη  της υδραντλίας) και προσηνής, ήταν γι αυτήν που ως τότε τον είχε γνωρίσει μόνο στο  άξεστο περιβάλλον του σπιτιού του, ένας καινούριος άνθρωπος.  Είχε «στρώσει» τα μαλλιά του με φρέσκο νερό,  είχε τακτοποιήσει το μαντήλι που φορούσε στο λαιμό, είχε δανειστεί ένα αποκέρι για να γυαλίσει τα ξυλοπάπουτσά του και να που καθόταν προσπαθώντας να κάνει τον πατέρα της να ενστερνιστεί κάποια ιδέα, μιλώντας με βαριά προφορά του Ντάρκσαιρ, είναι αλήθεια, όμως με φωνή χαμηλή και με έκφραση ειλικρινή και καλοπροαίρετη στο πρόσωπό του. Κι ο  πατέρας της από τη μεριά του ενδιαφερόταν γι αυτά που έλεγε ο συνομιλητής του. Γύρισε και την κύτταξε καθώς εκείνη μπήκε στο δωμάτιο, χαμογέλασε και της έδωσε ήρεμα την καρέκλα του ˙ έπειτα  ξανακαθισε όσο πιο γρήγορα μπορούσε με μια μικρή υπόκλιση προς τον καλεσμένο του απολογούμενος για την διακοπή. Ο Χίγγινς της ένευσε σε χαιρετισμό και  εκείνη τακτοποίησε αθόρυβα τα υλικά για το  εργόχειρό της στο τραπέζι και ετοιμάστηκε για να ακούσει τη συζήτηση.
«Έτσι το λοιπόν, κύριε, λογιάζω πως κι εσείς  δε θα είχατε μεγάλη πίστη αν ζούσατε στα μέρη μας – αν ήσασταν γέννημα θρέμμα. Να με συμπαθάτε αν δεν τα λέω με τις λέξεις που πρέπει μα αυτό που λογιάζω για πίστη τώρα είναι  το να λογιάζει  κανείς σε λόγια και σοφίες και υποσχέσεις που φτιάξανε κάποιοι που δεν τους έχει δει ποτέ για πράγματα και ζωή που δεν την έχει δει ποτέ του  κανένας. Τώρα, εσείς λέτε πως είναι αληθινά αυτά τα πράγματα και πως τα λόγια και η ζωή υπάρχουνε στ’αλήθεια. Εγώ λέω μονάχα ‘που είν’η απόδειξη;’  Υπάρχουν πολλοί σοφότεροι και πιο πετυχημένοι από ελόγου μου, ανθρώποι που είχαν  το χρόνο να τα σκεφτούν αυτά  ενώ εγώ είχα χρόνο μόνο για να πασχίζω να βγάλω το ψωμί μου. Ε, το λοιπόν εγώ αυτούς τους ξέρω. Κατέχω τι ζωή κάνουνε. Άνθρωποι που ζούνε γύρω μας. Δεν πιστεύουνε στην Βίβλο – το δίχως  άλλο. Μπορεί για τους τύπους να καμώνονται πως πιστεύουν αλλά, στο Θεό που πιστεύετε, κύριε, νομίζετε πως η πρώτη τους σκέψη το πρωί είναι «Πώς θα κερδίσω την αιώνια ζωή;» ή «Τι να κάνω για να γεμίσω το πουγκί μου και σήμερα; Πού να πάω; Τι συμφωνίες να  κλείσω;» Το πουγκί, και το χρυσάφι και τα χαρτονομίσματα είναι πράματα αληθινά, τα νοιώθεις και τα πιάνεις. Για δαύτους είναι η πραγματική ζωή. Ενώ η αιώνια ζωή είναι μόνο λόγια, λόγια που ταιριάζουνε μια χαρά στους…συμπαθάτε με, κύριε, μια και είστε παπάς δίχως δουλειά, θαρρώ. Ας είναι ! Δε θα προσβάλλω  ποτέ κάποιον που είναι άσχημα στριμωγμένος όπως κι  ελόγου μου. Μα θε να σας κάμω μια άλλη ερώτηση, κύριε, και δε θέλω να μου απαντήσετε, μόνο να τηνε  σκεφτείτε με το πάσο σας πριν αρχίσετε να αποπαίρνετε εμάς τα κουτορνίθια που πιστεύουμε μοναχά σ’αυτό που μπορούμε να δούμε με τα μάτια μας. Άμα η σωτηρία και ο παράδεισος ή η κόλαση, υπήρχανε στ’αλήθεια, και δε λέω στα λόγια μοναχά, αλλά μέσα στην καρδιά των ανθρώπων, δε θα μας είχανε  πάρει τ’ αυτιά με δαύτηνε όπως με την  πολιτική ‘κονομία ; Γιατί στ’αλήθεια έχουνε βαλθεί να μας αλλάξουνε τα μυαλά με αυτή τους τη  «σοφία» , όμως η άλλη  θε να’τανε ακόμα πιο σπουδαία άμα ήτανε αληθινή.»
«Μα οι εργοδότες δεν έχουν σχέση με την θρησκεία σας.  Το μόνο που τους συνδέει μαζί σας είναι το εμπόριο  -έτσι νομίζουν- και το  μόνο που τους ενδιαφέρει  και συνεπώς θέλουν να μεταστρέψουν τη γνώμη σας, είναι η επιστήμη του εμπορίου.»
«Χαίρομαι, κύριε» είπε ο Χίγκινς μ’ένα ασυνήθιστο κλείσιμο του ματιού «που είπατε ‘έτσι νομίζουν’. Φοβάμαι πως θα σας λογάριαζα  για ανέντιμο άνθρωπο άμα δεν το’χατε πει, κι ας είστε και παπάς, η μάλλον επειδής είστε παπάς. Άμα δηλαδή μιλάγατε για τη θρησκεία λέγοντας πως είναι κάτι που δε θα ‘πρεπε όλοι οι άνθρωποι να ’χουνε κατα νου να μιλήσουνε γι αυτή στους άλλους και μάλιστα πιότερο απ’ότιδήποτε άλλο, μιας και είναι αληθινή, τότε θε να πίστευα πως είστε ένας παπάς αγύρτης.  Και  κάλλιο να σας πίστευα για βλάκα παρά για αγύρτη. Με το συμπάθιο, κύριε.»
«Παρακαλώ! Θεωρείτε τη γνώμη μου εσφαλμένη και θεωρώ με τη σειρά μου τη δική σας εσφαλμένη με τρόπο περισσότερο ολέθριο. Δεν προσδοκώ να σας πείσω σε μία μέρα, ούτε σε μια συνομιλία, όμως ας γνωρίσουμε ο ένας τον άλλον και  ας μιλήσουμε ελεύθερα για αυτά τα θέματα μεταξύ μας, και η αλήθεια θα υπερισχύσει. Δεν θα είχα πίστη στον Θεό αν δεν είχα πίστη σε αυτό.  Κύριε Χίγκινς, ελπίζω  πως ό,τι άλλο κι αν αποκηρύξατε, εξακολουθείτε να πιστεύετε  (εδώ η φωνή του κυρίου Χεηλ χαμήλωσε με σεβασμό) να πιστεύετε σε Εκείνον;»


Ξαφνικά ο Νίκολας Χίγκινς τινάχτηκε πάνω  όρθιος και αλύγιστος. Η Μάργκαρετ πετάχτηκε από τη θέση της γιατί από τις εκφράσεις στο πρόσωπό του πίστεψε ότι θα τον έπιανε παροξυσμός. Ο κύριος Χέηλ την κύτταξε φοβισμένος.  Επιτέλους ο Χίγκινς, κατάφερε να βρει τα λόγια να πει:

«Άνθρωπέ μου! Θα μπορούσα να  σε βροντήξω κάτω που πας να με παρασύρεις.  Τι δουλειά έχεις να με δοκιμάζεις βάζοντάς μου αμφιβολίες; Σκέψου την να κείτεται εκεί, μετά απ’ όσα έζησε  και σκέψου πώς μου αρνιέσαι την μόνη παρηγοριά  που μου ‘μεινε ; Ότι  υπάρχει Θεός που όρισε τη ζωή της. Δεν θαρρώ ότι θα έχει κι άλλη ζωή» είπε εκείνος καθώς ξανακαθόταν και συνέχισε να μιλά με ύφος σκοτεινό σαν να απευθυνόνταν στην φωτιά που εξακολουθούσε χωρίς καμμιά συμπόνοια να καίει. «Δεν πιστεύω σε άλλη ζωή παρεκτός απ’αυτήνα ‘δω, αυτήνα που τηνε πότισε τόσα φαρμάκια και βάσανα ατέλειωτα. Και δεν το βαστάω να συλλογιέμαι πως ήταν όλα ένα καπρίτσιο της τύχης και όλα μπορούσαν ν’αλλάξουν με το φύσημα τ’ανέμου.  Κάμποσες φορές συλλογίστηκα πως δεν πιστεύω στο Θεό μα δεν το ξεστόμισα όπως κάνουνε πολλοί. Μπορεί και να γέλασα  μ’αυτούς που λέγανε πως δεν πιστεύουνε τάχα  για να δείξω αψηφισιά μα ύστερα κύτταγα γύρω μου να δω μην μ’άκουσε Εκείνος,  όμως τώρα δα που απόμεινα έρμος δε θε ν’ακούσω  τι με ρωτάς και σε τι πειρασμούς με βάνεις. Υπάρχει ένα  μονάχα στέρεο  πράμα σ’αυτόν τον κόσμο που σβουρίζει ολοένα και λογικό ή όχι εγώ θα πιαστώ από αυτό . Είναι ένα απάγκιο για τους έρμους τους ανθρώπους…»
Η Μάργκαρετ τον άγγιξε  πολύ απαλά στο μπράτσο.  Δεν είχε  ξαναμιλήσει πριν ούτε την είχε ακούσει που σηκώθηκε.

«Νίκολας, δεν θέλουμε να το αναλύσουμε με τη λογική ˙ παρεξήγησες τον πατέρα μου. Δεν επικαλούμαστε τη λογική – πιστεύουμε. Το ίδιο κι εσύ. Είναι η μόνη παρηγοριά σε τέτοιους καιρούς.»

Εκείνος στράφηκε και έπιασε το χέρι της. « Ναι, έτσι δα είναι …έτσι είναι» (σκουπίζοντας τα δάκρυά του με την ανάστροφη της παλάμης του) «Μα να, βλέπεις, εκείνη είναι στο σπίτι πεθαμένη και έχω παραλογίσει από τη λύπη κι είναι φορές που μήτε ξέρω τι λέω. Τα λόγια που άκουγα να λένε κάποτε – έξυπνες και σωστές κουβέντες μου φαίνονταν τότε – μου ’ρχονται στο μυαλό τώρα που η καρδιά μου είναι μαύρη. Κι η απεργία απότυχε – το ‘ξερες αυτό, δεσποινίς;  Πήγαινα σπίτι να της ζητήσω σαν το διακονιάρη λίγη παρηγοριά σ’αυτό το βάσανο και μου ’ρθε νταμπλάς όταν μου ‘πε κάποιος  πως ήτανε πεθαμένη – έτσι μου ’πε –πεθαμένη. Αυτό ήταν όλο κι όλο, μα για μένα έφτανε και περίσσευε.

Ο κύριος Χέηλ φύσηξε τη μύτη του και σηκώθηκε δήθεν  να κόψει την καύτρα από τα κεριά  για να κρύψει την συγκίνησή του.  «Δεν είναι άπιστος, Μάργκαρετ, πως μπόρεσες να πεις κάτι τέτοιο;» της ψιθύρισε επιτιμητικά. «Νομίζω πως θα ήταν καλό να του διαβάσω το 14ο κεφάλαιο του Ιώβ.»
«Πατέρα,  όχι ακόμα. Ίσως και καθόλου. Ας τον ρωτήσουμε για την απεργία και ας του δώσουμε τη συμπαράσταση που χρειάζεται και ήλπιζε να την βρει στην καημένη τη Μπέσσυ.»

Έτσι ρωτούσαν και άκουγαν.  
.................................................................................................................................

«Το λοιπόν, κύριε» είπε ο Χίγκινς κάπως πεισμωμένος, «μπορεί, αλλά ίσως πάλι κι όχι. Υπάρχουν δύο γνώμες γι αυτό.  Αλλά ακόμα κι αν υπήρχε δυο φορές αλήθεια σ’αυτό, αν  δε μπόραγα να τηνε καταλάβω δε θε να’τανε αλήθεια για μένα. Υπάρχουν αλήθεια σ’αυτά τα βιβλία που’χετε στα ράφια, τολμώ να πω,  μα για μένα δεν  είναι αλήθεια, είναι λόγια τ’ αέρα παρεκτός κι αν μπορέσω να καταλάβω τι νόημα έχουν. Αν ελόγου σας, κύριε, ή κάποιος άλλος γραμματιζούμενος κι άνθρωπος με υπομονή ερχόταν και μ’ έπιανε και μου ‘λεγε πως θα με βοηθήσει να καταλάβω τι σημαίνουν αυτά τα λόγια, χωρίς να μ’ αποπάρει αν τύχει κι είμαι κομματάκι  χαζός ή αν ξεχνάω τι σημαίνει το’ να και τ’ άλλο  - ε, τι στο καλό, με τον καιρό ίσως να ‘βλεπα κι εγώ την αλήθεια, ίσως κι όχι. Δεν μπορώ να πω ότι στο τέλος θα σκεφτώ τα ίδια πράγματα με κάποιον άλλονε. Και δε λέω πως την αλήθεια την κόβεις σε λέξεις και τη ράβεις στα μέτρα σου, όμορφα και παστρικά  όπως οι εργάτες κόβουνε τη λαμαρίνα. Μα  ο καθείς το καταλαβαίνει με τον τρόπο του. Σε κάποιον δεν θ’ αρέσει το ένα και σ’ άλλονε το άλλο. Για να μην πω πως μερικά πράγματα σε μερικούς θα πέσουνε πολύ βαριά και γι άλλους θα ‘ναι αλαφριά. Οι άνθρωποι που ‘χουνε σκοπό να γιατροπορέψουνε τον κόσμο με την αλήθεια τους, θα πρέπει να ‘χουνε κατά νού ότι οι άνθρωποι κουβαλάνε διαφορετικά μυαλά ο καθένας. Και να ‘ναι κι αυτοί  και μια στάλα τρυφεροί στο τρόπο που τηνε δίνουνε γιατί ο δόλιος ο άρρωστος  κοσμάκης μπορεί και να τους τη φτύσει  στα μούτρα. Οσο για τον Χάμπερ, πρώτα μου βάρεσε μια στ’αυτί και μετά μου πετάει  το «χάπι» του λέγοντας πως τέτοιος βλάκας που ’μαι δεν θα μου κάνει καλό, αλλά ας είναι.»

«Εύχομαι κάποιοι από τους πιο ευγενικούς και σώφρονες εργοδότες να μπορούσαν να συναντηθούν με κάποιους από εσάς τους εργάτες και να κάμετε  μια όμορφη  συζήτηση πάνω σ’αυτά τα θέματα.Θα είναι σίγουρα ο καλύτερος τρόπος για να ξεπεράσετε τις δυσκολίες σας, οι οποίες έχω την πεποίθηση ότι  προέρχονται από την άγνοιά σας – συγχωρέστε με κύριε Χίγκινς -  πάνω σε θέματα για  τα οποία συμφέρει και τους εργάτες και τους εργοδότες να υπάρξει αμοιβαία κατανόηση. Αναρωτιέμαι,» είπε - απευθυνόμενος μάλλον προς την κόρη του- μήπως θα μπορούσαμε να επηρεάσουμε  τον κύριο Θόρντον ώστε   να πράξει κάτι τέτοιο;»
«Θυμήσου, πατέρα,» είπε εκείνη πολύ χαμηλόφωνα, «τι είχε πει κάποια μέρα – ξέρεις, για τις κυβερνήσεις. Δεν ήθελε να κάνει πιο ξεκάθαρη νύξη σχετικά με την συζήτηση που είχε διαμειφθεί ως προς τον τρόπο καθοδήγησης της εργατικής τάξης –με την παροχή εκπαίδευσης ικανής ώστε να έχουν οι ίδιοι το αυτεξούσιο ή μέσω μιας πεφωτισμένης δεσποτείας από την πλευρά των εργοδοτών – είδε ότι ο Χίγκινς είχε ακούσει το όνομα του κυρίου Θόρντον, αν όχι ολόκληρο το σχόλιο και πράγματι άρχισε να μιλά γι αυτόν.

«Ο Θόρντον! Είναι ο μάγκας που έστειλε αμέσως και φέρανε εκείνους τους Ιρλανδέζους – και φτάσανε τα πράγματα στις ταραχές που καταστρέψανε την απεργία! Ακόμα κι ο Χάμπερ μ’όλο το νταηλίκι του, θα περίμενε κάμποσο – μα εκείνος ο Θόρντον το’πε και το’κανε ! Και τώρα, που το Συνδικάτο  θε να τον ‘φχαριστούσε που ‘καμε μήνυση  στον Μπούσερ και σε ‘κείνους τους τύπους που παρακούσανε τις εντολές μας, πάει ο καλός σου ο Θόρντον και λέει  χωρίς να κουνήσει βλέφαρο, ότι μιας και η απεργία τέλειωσε, εκείνος ως ζημιωμένος, δε θέλει να προχωρήσει  την καταγγελία απέναντι στους ταραχοποιούς.  Πίστευα πως θε να’χε πιότερο κουράγιο. Θαρρούσα πως θα τους πήγαινε δικαστικά και θα ‘παιρνε το αίμα του πίσω καθαρά και ξάστερα. Όμως ‘κείνος είπε ( κάποιος στο δικαστήριο μου τα’πε λέξη προς λέξη): ‘Τους ξέρουν όλοι ποιοι είναι. Θα βρουν την τιμωρία που τους αξίζει γιατί θα είναι δύσκολο να ξαναπιάσουν δουλειά. Αυτό και μόνο θα είναι αρκετά σκληρό.’ Μακάρι μοναχά να πιάνανε τον Μπούσερ και να τον φέρνανε μπροστά στον Χάμπερ. Θα τον έκανε μια χαψιά το γέρικο παλιόσκυλο ! Έτσι θα τον άφηνε νομίζεις  ; Αμ, όχι αυτός !»

«Ο κύριος Θόρντον είχε δίκιο» είπε η Μάργκαρετ. «Τώρα είσαι θυμωμένος με τον Μπούσερ, ειδάλλως πρώτος εσύ  θα έβλεπες πως ενώ η φυσιολογική τιμωρία θα ήταν αρκετή για το παράπτωμα, κάθε περαιτέρω τιμωρία θα έμοιαζε με εκδίκηση.»
«Η κόρη μου δεν συμπαθεί ιδιαίτερα τον κύριο Θόρντον» είπε ο κύριος Χέηλ, χαμογελώντας προς την μεριά της Μάργκαρετ, ενώ εκείνη κατακόκκινη σαν το γαρίφαλο βάλθηκε να κεντά με περισσότερη επιμέλεια, «όμως πιστεύω ότι  λέει αλήθεια. Τον εκτιμώ για την πράξη του αυτή.»

«Το λοιπόν, κύριε, εκόπιασα πολύ για δαύτηνε την απεργία, και δεν ειν’ παράξενο που είμαι κομμάτι φουρκισμένος βλέποντάς την να παγαίνει στράφι για το χατήρι λίγων ανθρώπων που δε θέλανε να βαστάξουνε σιωπηλά και να υπομείνουνε αντρίκεια και αλύγιστα.»

«Ξεχνάς!» είπε η Μάργκαρετ. «Δεν γνωρίζω καλά τον Μπούσερ αλλά την μοναδική φορά που τον είδα, δεν μίλαγε για τις δικές του ταλαιπωρίες αλλά για την άρρωστη γυναίκα του  - για τα μικρά του παιδιά.»

«Σωστά! Μα κι ελόγου του δεν ήταν από σίδερο. Άρχισε ύστερα να λέει για τα δικά του  βάσανα. Δεν ήταν καμωμένος για ν’ αντέχει.»

«Πώς ήρθε στο Συνδικάτο;» ρώτησε αθώα η Μάργκαρετ. «Δεν φαίνεται να έχεις πολύ σεβασμό γι αυτόν ούτε να κερδίσατε τίποτα που τον είχατε μέλος.»

Το πρόσωπο του Χίγκινς συννέφιασε. Έμεινε σιωπηλός για λίγα λεπτά. Κι ύστερα είπε αρκετά λακωνικά:

«Δεν είναι στο χέρι μου να μιλήσω για το Συνδικάτο. Κάνουν ό,τι κάνουν.  ‘Κείνοι που είναι στη συντεχνία πρέπει να είναι ενωμένοι κι άμα θέλουνε να είναι ξέχωρα απ’ τους άλλους το Συνδικάτο έχει τον τρόπο του.»

Ο κύριος Χέηλ είδε πως ο Χίγκινς  είχε θυμώσει με την τροπή της συζήτησης και δεν μίλησε.  Όχι όμως και η Μάργκαρετ παρότι έβλεπε κι εκείνη ξεκάθαρα τα αισθήματα του Χίγκινς. Ενστικτωδώς κατάλαβε πως αν  κατάφερνε να τον κάνει να εκφραστεί με απλά λόγια, θα μπορούσε κάτι ξεκάθαρο να βγει απ’ αυτό, πάνω στο οποίο θα  μπορούσαν βασιστούν για να βρουν το σωστό και το δίκαιο.

«Και ποιος είναι ο τρόπος του Συνδικάτου;"

Σήκωσε το πρόσωπό του και την κύτταξε, μοιάζοντας αποφασισμένος όσο ποτέ να αντισταθεί πεισματάρικα στην επιθυμία της να μάθει. Όμως το ήρεμο βλέμμα της, σταθερά προσηλωμένο επάνω του με υπομονή και εμπιστοσύνη, τον ανάγκασε να αποκριθεί:

«Να! Αν κάποιος δεν ανήκει στο Συνδικάτο, ‘κείνοι που δουλεύουν δίπλα του στη μηχανή  έχουνε εντολές να μη του μιλάνε – αν  τύχει κι είναι στεναχωρημένος ή άρρωστος αδιάφορο. Τον κρατάμε μακριά. Δεν είναι δικός μας. Σε κάποια μέρη όσοι τους μιλάνε τρώνε πρόστιμο. Είναι να μη σου τύχει δεσποινίς. Τράβα να δουλέψεις κανά δυο χρόνια σ’ένα μέρος  και οι άλλοι να γυρίζουν  αλλού το κεφάλι σαν τους κυττάς. Τράβα  να δουλέψεις δίπλα- δίπλα με ανθρώπους που ξέρεις πως στραβώνουν τα μούτρα τους για ελόγου σου – να μην έχεις κανέναν να πεις τη χαρά σου και να χαρεί . Κι αν τύχει κι η καρδιά σου είναι βαριά, κανείς δε θα δώσει σημασία ούτε στον αναστεναγμό ούτε στην στεναχωρημένη σου όψη (και κανένας άντρας δε θα καταδεχότανε ν’ αρχίσει τα παράπονα επειδής δεν τον ρωτάνε οι άλλοι ‘τι τρέχει’). Τράβα να το ζήσεις αυτό, δεσποινίς – δέκα ώρες για τρακόσες μέρες, και θα καταλάβεις τι σημαίνει Συνδικάτο.»
«Μα επιτέλους!» είπε η Μάργκαρετ «τι τυραννία είναι αυτή; Όχι, Χίγκινς – δεν με νοιάζει στο ελάχιστο ο θυμός σου. Γνωρίζω πως δεν θα θύμωνες με εμένα  ακόμα κι αν ήθελες -  και πρέπει να σου πω την αλήθεια: Ποτέ, μα ποτέ, σε ολόκληρη την ιστορία που έχω διαβάσει δεν έχω ακούσει για πιο αργό και μακρόσυρτο βασανιστήριο απ’ αυτό. Και ανήκεις στο Συνδικάτο! Και μιλάς για την τυραννία των εργοδοτών! »

«Μπά!» είπε ο Χίγκινς, «πες ότι θες! Η πεθαμένη στέκεται ανάμεσα σε σένα και σε κάθε θυμωμένη λέξη απ’ ελόγου μου. Θαρρείς πως ξαστοχάω ποια κείτεται εκεί και πόσο εκείνη σ’ αγάπαγε ; Και είναι τ’αφεντικά που μας ρίξανε στο κρίμα αν το Συνδικάτο είναι κρίμα. Ίσως όχι αυτή η γενιά αλλά οι πατεράδες τους. Οι πατεράδες τους συντρίψανε τους δικούς μας τους κάμανε σκόνη! Παπά! Θαρρώ πως ειχ΄ ακούσει τη μάνα μου να διαβάζει από το ‘Βαγγέλιο:  «Αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα». Έτσι και με δαύτους. Τα συνδικάτα ξεκινήσανε εκείνον τον καιρό  της σκληρής καταπίεσης – ήταν ανάγκη να γίνουν. Και είναι  και τώρα ανάγκη, έτσι θαρρώ. Για ν’αντιπαλέψουνε την αδικία  - αυτή που ήταν, αυτή που είναι κι αυτή που θε να’ρθει. Μοιάζει σάμπως με πόλεμο ˙ θα γίνουνε και κάποια παραστρατήματα – μα θε να’τανε μεγαλύτερο κρίμα να μέναμε μονάχοι. Μοναχή μας ελπίδα είναι να ενώσουμε τον κόσμο σ’ ένα κοινό σκοπό. Κι αν  υπάρχουν και κάποιοι κιοτήδες και κάποιοι μουρλοί, πρέπει να’ ρθούνε  και να ενωθούν μαζί μας  στη μεγάλη πορεία που η μόνη της δύναμη είναι το πλήθος.»

«Ω!» είπε ο κύριος Χέηλ αναστενάζοντας, «το Συνδικάτο σας αυτό καθεαυτό, θα μπορούσε να είναι υπέροχο, μεγαλειώδες – η Χριστιανοσύνη η ίδια- αν μονάχα είχε στόχο το κοινό καλό και όχι απλά το συμφέρον μιας τάξης ενάντια στην άλλη.»

«Θαρρώ, πως είναι ώρα να φεύγω, κύριε,» είπε ο Χίγκινς καθώς το ρολόι σήμανε δέκα.

«Για το σπίτι;» έκανε η Μάργκαρετ πολύ ήρεμα. Εκείνος κατάλαβε τι εννοούσε και πήρε το απλωμένο χέρι που του έτεινε. «Για το σπίτι, δεσποινίς. Μπορείς να μού ’χεις ‘μπιστοσύνη μ’ όλο που είμαι του Συνδικάτου.»
«Σε εμπιστεύομαι απόλυτα, Νίκολας»

«Μείνετε!» είπε ο κύριος Χέηλ σπεύδοντας προς τη βιβλιοθήκη. «Κύριε Χίγκινς, θα μας κάνετε παρέα στην βραδυνή μας προσευχή;»
Ο Χίγκινς κύτταξε την Μάργκαρετ με αμφιβολία. Το γλυκό, σοβαρό της βλέμμα συνάντησε το δικό του. Δεν είδε καμμία πίεση, μόνο βαθύ ενδιαφέρον. Δεν μίλησε παρά έμεινε εκεί που βρισκόταν.
Η Μάργκαρετ, το Κορίτσι της Εκκλησίας,  ο πατέρας της ο Σχισματικός και ο Χίγκινς ο Άπιστος γονάτισαν μαζί. Και αυτό, δεν τους έβλαψε καθόλου.


Κυριακή 20 Ιουλίου 2014

Κεφάλαιο 27 "Ένα καλάθι με φρούτα"




Κεφάλαιο 27o

«Ένα καλάθι με φρούτα»

Ο κύριος Θόρντον διεκπεραίωσε με αποφασιστικότητα και ακρίβεια όλες τις υποχρεώσεις του την επόμενη ημέρα. Είχε ελαφρώς αυξηθεί η ζήτηση για ετοιμοπαράδοτα προϊόντα και, καθώς αυτό αφορούσε το δικό του επιχειρηματικό κομμάτι, το εκμεταλλεύτηκε με σκληρές διαπραγματεύσεις. Ήταν ακριβής στην ώρα συνάντησης με τους συνάδελφούς του ειρηνοδίκες – παρέχοντάς τους τη μέγιστη δυνατή βοήθεια με την ισχυρή του αίσθηση της λογικής και τη δυνατότητά του να αντιλαμβάνεται τις συνέπειες «εν ριπή οφθαλμού», καταλήγοντας έτσι σε γρήγορες αποφάσεις.
Άνδρες μεγαλύτεροι σε ηλικία, προεξάρχοντες της πόλης επί μακρόν, άνδρες με πολύ μεγαλύτερη περιουσία -την οποία είχαν σταθεροποιήσει και μετατρέψει σε γη, ενώ η δική του ήταν εξ ολοκλήρου ρευστό κεφάλαιο, δεσμευμένο στις ανάγκες του εμπορίου- προσέβλεπαν σε αυτόν για σίγουρες και άμεσες συμβουλές. Ήταν ο επιφορτισμένος με το καθήκον να συναντιέται με την αστυνομία και να ρυθμίζει τα πράγματα έτσι ώστε εκείνοι να προβαίνουν στις απαραίτητες ενέργειες. Και αυτή η σιωπηρή αναγνώριση δεν έμοιαζε να τον επηρεάζει περισσότερο απ’ ό,τι το απαλό αεράκι που μόλις και άγγιζε λιγάκι τον καπνό από τις ψηλές καμινάδες στην ανοδική του πορεία προς τον ουρανό. Δεν είχε συναίσθηση του σεβασμού που σιωπηρά απολάμβανε. Διαφορετικά θα το θεωρούσε εμπόδιο στην πορεία για το θέμα που είχε κατά νου. Ως είχαν τα πράγματα, μπορούσε να εστιάσει στην άμεση διευθέτηση αυτού και μόνον του στόχου. Η μητέρα του συνήθως γινόταν αποδέκτης σχολίων από τις συγγενείς εκείνων των ειρηνοδικών και των πλουσίων σχετικά με το πόσο πολύ εκτιμούσαν ο κύριος Τάδε και ο κύριος Δείνα τον κύριο Θόρντον· ότι αν δεν ήταν αυτός, τα πράγματα θα είχαν διαφορετική τροπή – προς το χειρότερο ασφαλώς.
Έμοιαζε σαν ο βαθύς εξευτελισμός του της χθεσινής ημέρας και οι άσκοπες ώρες που περιπλανήθηκε εμβρόντητος στη συνέχεια να είχαν καθαρίσει την ομίχλη από το μυαλό του. Είχε επίγνωση της δύναμής του και βασιζόταν σε αυτήν. Μπορούσε σχεδόν να αψηφήσει τα αισθήματά του. Ήταν ικανός να τραγουδήσει -αν τον γνώριζε- τον σκοπό του μυλωνά στον ποταμό Ντη:
«Κανείς δε νοιάζεται για μένανε κι ελόγου μου δε σκάω για κανένανε.»
Του παρουσίασαν τα ενοχοποιητικά στοιχεία ενάντια στον Μπούσερ και τους υπόλοιπους πρωταίτιους των ταραχών: οι κατηγορίες ενάντια στους άλλους τρεις για συνομωσία απορρίφθηκαν. Εντούτοις, αιτήθηκε σθεναρά στην αστυνομία να επαγρυπνεί, έτσι ώστε το επιδέξιο χέρι του νόμου να είναι σε ετοιμότητα να αναλάβει δράση, εφόσον αποδειχθεί κάποια παράβαση. Έπειτα έφυγε από τη ζεστή, αποπνικτική αίθουσα του Ειρηνοδικείου και βγήκε στην κάπως πιο δροσερή, αλλά και πάλι υγρή και ζεστή ατμόσφαιρα του δρόμου. Έμοιαζε σαν να κατέρρευσε με μιας· ήταν τόσο παραζαλισμένος που δεν έλεγχε τις σκέψεις του. Είχαν στραφεί κατευθείαν σε εκείνη. Ξαναζούσε τη σκηνή – όχι όταν τον αποστρεφόταν και τον απέρριπτε την προηγούμενη ημέρα, αλλά το ύφος και τις πράξεις της μια μέρα πριν.
Προχωρούσε μέσα στην κοσμοπλημμύρα των δρόμων, περνούσε ανάμεσα στους διαβάτες χωρίς να τους βλέπει -η λαχτάρα για εκείνη τη μισή ώρα σχεδόν του έφερνε ζάλη- την απειροελάχιστη εκείνη στιγμή που τον αγκάλιασε και ένοιωσε την καρδιά της να χτυπά μαζί με τη δική του – ποθούσε να την ζούσε ξανά.
«Μα την πίστη μου, κύριε Θόρντον! Με προσπερνάτε πολύ ψυχρά οφείλω να πω! Πώς είναι η κυρία Θόρντον; Αίθριος ο καιρός σήμερα! Καθόλου δεν αρέσει σε εμάς τους γιατρούς, σας το υπογράφω!»
«Ζητώ συγγνώμη, δόκτωρ Ντόναλντσον. Πραγματικά δε σας αντελήφθην. Η μητέρα μου είναι πολύ καλά, σας ευχαριστώ. Είναι ωραία μέρα και ελπίζω εξαιρετική για τον θερισμό. Αν το σιτάρι είναι ώριμο και στην εποχή του, τότε θα έχουμε επικερδές εμπόριο την επόμενη χρονιά, όπως και να έρθουν τα πράγματα για εσάς τους γιατρούς.»
«Σωστά, σωστά. Ο καθείς για τον εαυτό του. Η κακοκαιρία και οι δικές σας κακοτυχίες είναι για εμάς ωφέλιμος καιρός. Όταν το εμπόριο παίρνει την κατιούσα, τότε η υγεία επιβαρύνεται πολύ περισσότερο και ο κίνδυνος θανάτου αυξάνεται περισσότερο απ’ όσον εσείς οι κάτοικοι του Μίλτον μπορείτε να αντιληφθείτε.»
«Αυτό δεν ισχύει για εμένα, γιατρέ. Είμαι φτιαγμένος από σίδερο. Τα νέα για το μεγαλύτερο χρέος που είχα ποτέ δεν μου προκάλεσαν την παραμικρή ταχυπαλμία. Αυτή η απεργία που μου κόστισε περισσότερο παρά σε οποιονδήποτε άλλον εδώ στο Μίλτον -περισσότερο ακόμα και από τον Χάμπερ- δε μου έκοψε την όρεξη για φαγητό. Θα πρέπει να ψάξετε αλλού για υποψήφιο ασθενή, γιατρέ.»
«Αλήθεια, με συστήσατε σε μια θαυμάσια ασθενή – η καημένη η κυρία! Μη θέλοντας να συνεχίσω σε αυτόν τον άκαρδο τόνο, ειλικρινώς πιστεύω ότι η κυρία Χέηλ -εκείνη η κυρία στο Κράμπτον που γνωρίζετε- έχει λίγες εβδομάδες ζωής. Εξαρχής δεν υπήρχε ελπίδα ίασης, όπως πιστεύω πως σας έχω πει, όμως την επισκέφθηκα σήμερα και την είδα σε άσχημη κατάσταση.»
Ο κύριος Θόρντον παρέμεινε σιωπηλός. Ο μέχρι εκείνη τη στιγμή σταθερός σφυγμός του άλλαξε για λίγο.
«Γιατρέ, μπορώ να κάνω κάτι;» ρώτησε με αλλοιωμένη φωνή. «Όπως γνωρίζετε -όπως θα διαπιστώσατε- η οικονομική τους κατάσταση δεν είναι καλή. Υπάρχει κάτι ιδιαίτερο που θα μπορούσε να της προσφέρει κάποια ανακούφιση ή άνεση;»
«Όχι» απάντησε ο γιατρός κουνώντας το κεφάλι του. «Έχει μια μεγάλη λαχτάρα για φρούτα -έχει συνεχώς δέκατα- όμως τα αχλάδια είναι εξίσου καλά με οτιδήποτε άλλο και υπάρχουν άφθονα στην αγορά αυτή την εποχή.»
«Είμαι σίγουρος πως θα μου πείτε αν υπάρχει κάτι το οποίο μπορώ να πράξω» απάντησε ο κύριος Θόρντον. «Βασίζομαι σε εσάς.»
«Ω, μη φοβάστε! Δε θα λυπηθώ το βαλάντιό σας – ξέρω πως είναι αρκετά εύπορο. Μακάρι να μου δίνατε λευκή επιταγή για τις ανάγκες όλων των ασθενών μου.»
Αλλά ο κύριος Θόρντον δεν ευεργετούσε γενικώς ούτε ήταν φιλάνθρωπος σε ευρύτερη κλίμακα. Λίγοι ήταν αυτοί που θα τον έκριναν ως ιδιαίτερα στοργικό. Όμως κατευθύνθηκε αμέσως στο καλύτερο οπωροπωλείο του Μίλτον, επέλεξε τα εκλεκτότερα σταφύλια, τα πιο φρέσκα και τα πλέον πλούσια σε χρώμα αχλάδια. Αυτά τοποθετήθηκαν σε ένα καλάθι και, καθώς ο μαγαζάτορας ρώτησε: «Πού να τα στείλουμε, κύριε;», δεν έλαβε απάντηση. «Στο εργοστάσιο Μάρλμποροου, υποθέτω, κύριε;»
«Όχι!» απάντησε ο κύριος Θόρντον. «Δώστε μου το καλάθι – θα τα πάω εγώ.»
Χρειάστηκε να το πιάσει και με τα δυο του χέρια για να το μεταφέρει· και έπρεπε να περάσει μέσα από το πλέον πολυσύχναστο σημείο της πόλης, εκεί όπου σύχναζαν ιδιαίτερα οι κυρίες για να κάνουν τα ψώνια τους. Πολλές γνωστές του κυρίες γύρισαν να τον κοιτάξουν και το βρήκαν περίεργο που εκτελούσε χρέη μεταφορέα ή παιδιού για τα θελήματα.
Εκείνος σκεφτόταν: «Δε θα με πτοήσει η σκέψη της από το να πράξω όπως επιθυμώ. Θέλω να πάω αυτά τα φρούτα στην καημένη την μητέρα και αυτό είναι το σωστό. Δεν πρόκειται να με επηρεάσει η μομφή της από το να κάνω αυτό που με ευχαριστεί. Γούστο θα είχε, μα την αλήθεια, αν για τον φόβο ενός αλαζονικού κοριτσιού παρέλειπα να φανώ ευγενικός σε έναν άνθρωπο που συμπαθώ! Το κάνω για την κυρία Χέηλ – και το κάνω αψηφώντας εκείνη.»
Βημάτιζε ασυνήθιστα γρήγορα και σύντομα βρέθηκε στο Κράμπτον. Ανέβηκε δυο-δυο τα σκαλοπάτια και μπήκε στο καθιστικό προτού η Ντίξον προλάβει να τον αναγγείλει – το πρόσωπό του αναψοκοκκινισμένο και τα μάτια του έλαμπαν από ευγένεια και καλοσύνη.
Η κυρία Χέηλ ήταν ξαπλωμένη στον καναπέ, φλεγόμενη από πυρετό. Ο κύριος Χέηλ διάβαζε δυνατά. Η Μάργκαρετ εργαζόταν σε ένα χαμηλό σκαμνί δίπλα στην μητέρα της. Αν όχι η δική του, η δική της καρδιά φτερούγισε με αυτή τη συνάντηση. Όμως δεν έδειξε να την προσέχει, ακόμα και τον κύριο Χέηλ μόλις που τον αντελήφθη, πήγε κατευθείαν με το καλάθι του στην κυρία Χέηλ και,μιλώντας με έναν τόνο χαμηλόφωνο και ευγενικό, κάτι που είναι τόσο συγκινητικό, ιδίως όταν ένας ρωμαλέος άνδρας που χαίρει άκρας υγείας απευθύνεται σε κάποιον αδύναμο ασθενή, είπε: «Κυρία, συνάντησα τον δόκτορα Ντόναλντσον και, καθώς είπε ότι τα φρούτα θα σας έκαμαν καλό, πήρα το θάρρος -και με την άδειά σας- σκέφτηκα να σας φέρω μερικά που μου φάνηκαν εξαιρετικά.»
Η κυρία Χέηλ εξεπλάγην ιδιαιτέρως, αλλά και χάρηκε ιδιαιτέρως – σχεδόν ρίγησε από ενθουσιασμό.
Ο κύριος Χέηλ με λιγότερα λόγια εξέφρασε τη βαθιά του ευγνωμοσύνη.
«Πήγαινε φέρε μια πιατέλα, Μάργκαρετ, ένα καλάθι – κάτι.» Η Μάργκαρετ σηκώθηκε όρθια δίπλα στο τραπέζι, σχεδόν φοβούμενη να κινηθεί ή να κάνει κάποιο θόρυβο για να μην αντιληφθεί ο κύριος Θόρντον την παρουσία της στο δωμάτιο. Σκέφτηκε ότι θα προκαλούσε και στους δυο αμηχανία να έρθουν εν γνώση τους πρόσωπο με πρόσωπο και φαντάστηκε ότι, εφόσον ήταν πρωτύτερα καθισμένη σε χαμηλό σημείο και έτσι όπως στεκόταν τώρα πίσω από τον πατέρα της, ο κύριος Θόρντον πάνω στη βιασύνη του δεν την είχε αντιληφθεί. Σαν να μην ένοιωθε παντού την παρουσία της, μόλο που δεν είχε στρέψει πάνω της τα μάτια του.
«Πρέπει να πηγαίνω» είπε εκείνος. «Δεν μπορώ να μείνω. Ζητώ συγγνώμη για το θάρρος μου -τους άξεστους τρόπους μου- ήμουν, φοβάμαι, πολύ απότομος – όμως θα είμαι περισσότερο ευγενής την επόμενη φορά. Θα μου επιτρέψετε να έχω την ευχαρίστηση να σας φέρω ξανά κάποια φρούτα, αν τυχόν βρω κάποια που να είναι λαχταριστά. Καλό σας απόγευμα, κύριε Χέηλ. Αντίο σας, κυρία μου.»
Έφυγε. Ούτε μια λέξη, ούτε ένα βλέμμα στην Μάργκαρετ. Πίστεψε ότι δεν την είχε δει. Σιωπηλή, πήγε να φέρει ένα δίσκο και έβαλε μέσα τα φρούτα, πιάνοντάς τα τρυφερά με τα ακροδάχτυλά της. Καλοσύνη του να τα φέρει και μάλιστα μετά τα χθεσινά!
«Ω, μα είναι τόσο νόστιμα!» είπε η κυρία Χέηλ με αδύναμη φωνή. «Πόσο ευγενικό εκ μέρους του που με σκέφτηκε! Μάργκαρετ, αγάπη μου, δοκίμασε μόνο αυτά τα σταφύλια! Δεν ήταν καλοσύνη του;»

«Ναι!» είπε χαμηλόφωνα η Μάργκαρετ.
«Μάργκαρετ!» είπε η κυρία Χέηλ με παράπονο. «Αντιπαθείς οτιδήποτε κάνει ο κύριος Θόρντον. Είσαι τρομερά προκατειλημμένη.»
..........................................................................