.....και συνεχίζουμε με ρυθμό Caretta caretta. Το 46ο είναι ένα ΠΟΛΥ μεγάλο κεφάλαιο γι αυτό και το ανέβασα σε....δόσεις. Περιλαμβάνει την επίσκεψη της Μάργκαρετ και του κυρίου Μπέλλ στο παλιό καλό Χέλστοουν. Εδώ έχουμε για άλλη μια φορά την ευκαιρία να δούμε να ξετυλίγεται η προσωπικότητα του κυρίου Μπελλ. Μπροστά του ο μακαρίτης ο πατέρας της Μάργκαρετ ήταν ένας νερόβραστος χαλβάς. Έχω πει ότι αν ήταν νεώτερος, θα αποτελούσε σοβαρότατο αντίπαλον δέος του κυρίου Θόρντον ( ο οποίος a propos έχω την εντύπωση ότι δεν τον πολυχωνεύει.) Επιτέλους, το κορίτσι μας, η Μάργκαρετ, απολαμβάνει στα τελευταία κεφάλαια το "κανάκεμα" και τη φροντίδα που δεν είχε από την οικογένειά της, με τόσες ευθύνες και βάρη που είχε επιφορτιστεί. Ο κύριος Μπέλλ αποτελεί και μια πιο ενδιαφέρουσα father figure. Κατά την ταπεινή μου άποψη....Α! Και ένα μικρό quizz...Στο κεφάλαιο αυτό (τουλάχιστον στο πρώτο μέρος, αυτό που έχω ήδη μεταφράσει γιατί έπονται μερικά ακόμη....) υπάρχει και μια μικρή νύξη για ένα επεισόδιο που είδαμε σε μεγαλύτερες διαστάσεις στην σειρά. Μπορείτε να το βρείτε ;
ΥΓ
Όπως γνωρίζουν πολύ καλά όσοι έχουν διαβάσει το βιβλίο, σκηνή "Look back at me" δεν υπάρχει, όμως στο κεφάλαιο αυτό θα βρείτε από πού άντλησε την έμπνευσή του ο σκηνοθέτης.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 46ο
«Κάποτε και Τώρα»
Η Μάργκαρετ ήταν έτοιμη πολύ πριν την προγραμματισμένη
ώρα και είχε την άνεση να κλάψει σιωπηλά
για λίγο κρυφά και να χαμογελάσει πλατιά όταν ήταν και άλλοι παρόντες. Η
τελευταία της ανησυχία ήταν μήπως είχαν αργήσει και χάσουν το τραίνο – αλλά
όχι! Όλα έγιναν στην ώρα τους. Αναστέναξε ευτυχισμένη και ξένοιαστη επιτέλους,
μόλις βρέθηκε καθισμένη απέναντι από τον κύριο Μπέλλ, βλέποντας τους γνώριμους
σταθμούς να εναλλάσσονται έξω από το παράθυρο του βαγονιού, τις παλιές μικρές
πολιτείες του νότου να κοιμούνται κάτω από το ζεστό φως του ήλιου που έδινε ένα
ακόμα πιο κόκκινο χρώμα στις κεραμιδένιες σκεπές, τόσο διαφορετικές από τις
κρύες πλάκες του βορρά.
..............................................................................................................................................................
«Μπά, σε καλό μου!» αναφώνησε μόλις σταμάτησε να
δικαιολογείται, καθώς η λάμψη μιας
ηλιαχτίδας φανέρωσε το πρόσωπο της Μάργκαρετ
που ως τότε δεν φαινόταν καλά στη μισοσκότεινη σάλα. «Τζέννυ, είναι η
δεσποινίς Χέηλ! » είπε τρέχοντας προς την πόρτα και φωνάζοντας την κόρη της.
Έπειτα έτρεξε προς την Μάργκαρετ και της έσφιξε τα χέρια με μητρική στορή.
« …και πώς είστε ; Τι κάνει ο Αιδεσιμότατος και η Μις Ντίξον
; Κυρίως ο Αιδεσιμότατος! Ο Θεός να τον έχει καλά! Ακόμα είμαστε στεναχωρημένοι
που έφυγε.»
Η Μάργκαρετ προσπάθησε να μιλήσει και να πει για το θάνατο
του πατέρα της. Ήταν φανερό ότι η κυρία
Πέρκις γνώριζε για τον θάνατο της μητέρας της αφού παράλειψε να αναφέρει το
όνομά της. Όμως κόμπιασε προσπαθώντας να
μιλήσει και το μόνο που μπόρεσε ήταν να αγγίξει το βαθύ πένθιμο ρούχο της και να πει
μια λέξη: « Ο πατέρας».
« Πείτε μου, κύριε ότι δεν είναι αλήθεια!» είπε η κυρία
Πούρκις στρεφόμενη τώρα στον κύριο Μπέλλ προς επιβεβαίωση της θλιβερής υποψίας
που της ήρθε στο μυαλό. «Ήταν ένας κύριος εδώ την άνοιξη – ίσως να ήταν και τον
χειμώνα που μας πέρασε- που μας είπε πολλά για την κυρία Χέηλ και την
δεσποινίδα Μάργκαρετ. Και είπε ότι η κυρία Χέηλ είχε πεθάνει η καημένη ! Αλλά
δεν είπε ούτε λέξη για το ότι ο κύριος Χέηλ ήταν άρρωστος!»
« Κι όμως, έτσι έχουν τα πράγματα.» είπε ο κύριος Μπέλλ.
«Πέθανε αρκετά ξαφνικά ενώ είχε έρθει να με επισκεφθεί στην Οξφόρδη. Ήταν καλός
άνθρωπος, κυρία Πέρκις και πολλοί από εμάς θα νοιώθαμε ευγνωμοσύνη αν είχαμε
ένα τόσο ειρηνικό τέλος όπως το δικό του. Έλα, Μάργκαρετ, καλή μου. Ο πατέρας
της ήταν ο καλύτερος φίλος και επιπλέον είναι αναδεξιμιά μου, έτσι σκέφτηκα να
έρθουμε εδώ μαζί και να δούμε τα παλιά λημέρια. Γνωρίζω από παλιά ότι διαθέτετε
άνετα δωμάτια και εξαιρετικό δείπνο. Βλέπω ότι δεν με θυμάστε, αλλά ονομάζομαι
Μπέλλ και κανα δυο φορές όταν δεν υπήρχε χώρος στο πρεσβυτέριο είχα κοιμηθεί
εδώ και είχα δοκιμάσει την υπέροχη μπύρα σας.»
«Μα, βέβαια, βέβαια. Να με συγχωρείτε, αλλά βλέπετε
παρασύρθηκα με την δεσποινίδα Χέηλ. Θα σας δείξω το δωμάτιό σας, όπου μπορείτε
να βγάλετε το καπέλο σας και να ρίξετε λίγο νερό στο πρόσωπό σας. Μόλις σήμερα
το πρωί έριξα λίγα φρεσκοκομμένα
ροδοπέταλα στο λαβομάνο, σκεφτόμενη ότι ίσως έρθει κάποιος . Και δεν υπάρχει
καλύτερο από τ’ ανθόνερο που μοσχοβολάει. Η σκέψη μονάχα ότι ο Αιδεσιμότατος πέθανε ! Βέβαια, σίγουρα όλοι μια μέρα θα πεθάνουμε.
Μονάχα που εκείνος κύριος έλεγε πως ο
Αιδεσιμότατος είχε αρχίσει να συνέρχεται από το πένθος του για το θάνατο της
κυρίας Χέηλ.»
« Όταν συνοδεύσετε την δεσποινίδα Χέηλ, ελάτε κάτω που σας θέλω, κυρία Πέρκις. Θέλω
να μιλήσουμε για το δείπνο.»
Τα μικρά παραθυρόφυλλα στην κάμαρα της Μάργκαρετ ήταν γεμάτα
ρόδα και κληματσίδες αλλά παραμερίζοντάς τα και γέρνοντας λίγο προς τα έξω, μπορούσε να δει τις καμινάδες του πρεσβυτερίου που ξεχώριζαν
πάνω από τα δέντρα και να διακρίνει αρκετά καλά τα γνώριμα περιγράμματα μέσα από τις φυλλωσιές.
«Έτσι, δα!» είπε η
κυρία Πέρκις στρώνοντας τις ζαρωματιές
στο κάλυμμα του κρεβατιού και στέλνοντας την Τζέννυ να φέρει μια αγκαλιά πετσέτες που μοσχοβόλαγαν λεβάντα. « αλλάξαν
οι καιροί, δεσποινίς. Ο καινούριος μας παπάς
έχει εφτά παιδιά και φτιάνει ένα παιδικό δωμάτιο για περισσότερα ακόμη,
εκεί που ήταν άλλοτε η περγουλιά και η
αποθηκούλα. Έβαλε καινούρια κάγκελα και γυάλινες πλάκες στο παράθυρο του
σαλονιού. Αυτός κι η γυναίκα του δεν
έχουν ησυχία, κι έχουνε κάνει πολλά καλά πράγματα – τουλάχιστον έτσι λένε οι
ίδιοι, ειδαλλιώς θα ’λεγα πως κάνουνε
πολύ φασαρία για το τίποτα. Δε βάζει στο
στόμα του γουλιά κρασί και κάνει και τον δικαστή. Κι η κυρά του έχει ένα σωρό συνταγές για το πώς να μαγειρεύεις με οικονομία, και πώς να
φτιάνεις ψωμί χωρίς μαγιά, και μιλάν κι οι δυό τους τόσο πολύ και ταυτόχρονα,
που δε βρίσκεις ησυχία παρά όταν φύγουνε μοναχά, και τότε σκέφτεσαι πως δεν σ’ αφήσανε
να σταυρώσεις λέξη. Θα πάει να ‘ξετάσει τα κανάτια των ανδρών ‘κει που
θερίζουν. Και θα κάνει φασαρία γιατί δε
θα βρει μέσα τσιτσιμπύρα, μα δεν περνάει
απ’το χέρι μου. Η μάνα μου, και πριν από αυτήν η γιαγιά μου στέλνανε απ’την καλή
μπύρα στους θεριστάδες. Κι άμα τους πόναγε κάτι, παίρνανε άλατα και ξερά φύλλα
κάσσιας – έτσι κι εγώ κάνω καταπώς με μάθανε. Αλλά η κυρία Χέπγουωρθ θέλει να
δίνω ζαχαρωτά αντίς για φάρμακα, που
είναι λέει πιο καλά μα εγώ δεν τα πιστεύω. Πρέπει να φύγω τώρα, όμως, δεσποινίς
, αν και θα θελα να κάτσω να μιλήσουμε . Θα γυρίσω γρήγορα – δεν θ’ αργήσω.»
Όταν κατέβηκε κάτω η Μάργκαρετ, ο κύριος Μπελλ την περίμενε
με φράουλες και κρέμα, μια φρατζόλα μαύρο ψωμί, και μια κανάτα γάλα - μαζί με
τυρί από το Σίλτον και ένα μπουκάλι πορτό για δική του ευχαρίστηση – και μετά
από αυατό το χωριάτικο γεύμα, βγήκαν να περπατήσουν. Τα γνωστά μέρη τους προσκαλούσαν τριγύρω κι
ήταν τόσα πολλά που δεν ήξεραν από πού να ξεκινήσουν.
«Να πάμε πρώτα από το πρεσβυτέριο;» ρώτησε ο κύριος Μπέλλ.
«Όχι, όχι ακόμα. Πάμε από εδώ και να κάνουμε τον κύκλο για
να φτάσουμε εκεί.» απάντησε η Μάργκαρετ.
Κάποια γέρικα δέντρα είχαν κοπεί εδώ κι εκεί το προηγούμενο
φθινόπωρο ή η ετοιμόρροπη καλύβα που είχαν φτιάξει πρόχειρα κάποιοι ξενομπάτες είχε εξαφανιστεί. Η Μάργκαρετ τα νοσταλγούσε
και θρηνούσε για την απώλειά τους σαν να ήταν παλιοί φίλοι. Πέρασαν από το
σημείο όπου εκείνη και ο κύριος Λέννοξ είχαν καθίσει για να ζωγραφίσουν. Ο
λευκός, σημαδεμένος από αστροπελέκι κορμός της γέρικης οξιάς, στις ρίζες του
οποίου είχαν ξεκουραστεί, δεν υπήρχε πια. Ο γέρος που έμενε στο ερηπωμένο
καλύβι είχε πεθάνει. Το καλύβι είχε γκρεμιστεί και στη θέση του ήταν ένα
καινούριο, περιποιημένο και καθαρό. Ένας κήπος είχε πάρει τη θέση της οξιάς.
«Δεν είχα καταλάβει πόσο μεγάλωσα.» είπε η Μάργκαρετ
σπάζοντας τη σιωπή. Έπειτα στράφηκε και αναστέναξε.
«Μάλιστα!» είπε ο κύριος Μπέλλ. «Είναι οι πρώτες αλλαγές στα οικεία πράγματα
που κάθιστούν το χρόνο τόσο μυστηριώδη για τους νέους. Έπειτα χάνουμε αυτήν την
αίσθηση του μυστηρίου. Θεωρώ τις αλλαγές που βλέπω σε όλα τα πράγματα ως ένα είδος διάβασης.
Είμαι εξοικειωμένος με την αβεβαιότητα στα ανθρώπινα – για εσένα είναι κάτι
καινούριο και καταθλιπτικό.»
«Πάμε να δούμε την μικρή Σούζαν,» είπε η Μάργκαρετ τραβώντας
τον σύντροφό την σε ένα χορταριασμένο,
ανηφορικό δρομάκι, που έβγαζε σε ένα σκιερό
ξέφωτο στο δάσος.
«Με όλη μου τη ν καρδιά μ’ όλο που δεν έχω ιδέα ποιά είναι η
μικρή Σούζαν. Αλλά αγαπώ όλες τις
Σούζαν, απλά και μόνο χάρην του ονόματος.»
«Η μικρή μου Σούζαν απογοητεύτηκε όταν έφυγα χωρίς να την
αποχαιρετήσω και το είχα βάρος στην συνείδησή μου ότι με λίγη παραπάνω
προσπάθεια από μέρους μου δεν θα την είχα κάνει να πονέσει. Είναι όμως μακρύς ο
δρόμος. Είστε σίγουρος πως δεν θα κουραστείτε;»
«Απολύτως. Αρκεί να μην περπατάς τόσο γρήγορα. Βλέπεις εδώ δεν υπάρχουν
αξιοθέατα για προσφέρουν σε κάποιον δικαιολογία να σταθεί να πάρει μια ανάσα.
Θα το θεωρούσες ρομαντικό να περπατάς με κάποιον που «είν’ αναμμένος και λαχάνιασε» αν ήμουν ο
Άμλετ της Δανίας. Λυπήσου τις αδυναμίες μου για χάρη του.»
«Θα περπατάω πιο αργά για δική σας χάρη. Σα συμπαθώ είκοσι
φορές περισσότερο από τον Άμλετ.»
« Βάσει του αξιώματος ότι ένα; ζωντανός
γάιδαρος είναι προτιμότερος από ένα
ψόφιο λιοντάρι;»
«Ίσως. Δεν εξετάζω τα αισθήματά μου.»
«Δέχομαι ευχαρίστως τη συμπάθειά σου χωρίς να εξετάζω
ενδελεχώς τις γενεσιουργές αιτίες της.
Αλλά θα πρέπει να βαδίζουμε με ταχύτητα σαλιγκαριού.»
«Πολύ καλά. Περπατήστε με το δικό σας ρυθμό κι εγώ θα σας
ακολουθώ. Ή σταματήστε και διαλογιστείτε
όπως ο Άμλετ με τον οποίο αντιπαραβάλλεστε, αν περπατάω πολύ γρήγορα.»
«Ευχαριστώ. Όμως εφόσον η μητέρα μου δεν δολοφόνησε τον
πατέρα μου για να παντρευτεί κατόπιν τον πατριό μου, δεν ξέρω πάνω σε τι να
διαλογιστώ εκτός από το να σταθμίζω ποιες είναι οι πιθανότητες να απολαύσουμε
ένα καλό δείπνο. Τι λες;»
«Είμαι αισιόδοξη. Είχε άριστη φήμη σαν μαγείρισσα εδώ στο
Χέλστοουν.»
«Ναι, αλλά μήπως όλη αυτή η φασαρία τώρα
με το θερισμό της αποσπά την προσοχή;»
Η Μάργκαρετ συναισθανόταν την καλοσύνη του κυρίου Μπέλλ που έκανε όλη αυτή την
ανάλαφρη συζήτηση
για πράγματα
επουσιώδη, θέλοντας να την προφυλάξει από την επώδυνη νοσταλγία του
παρελθόντος. Εκείνη όμως θα ήθελε να κάνει αυτόν
τον περίπατο στα αγαπημένα μέρη
σιωπηλά, ακόμα κι αν δεν ήταν τόσο αγνώμων
ώστε να
εύχεται να είναι μόνη της.
Έφτασαν στο καλύβι όπου ζούσε η χήρα
μητέρα της Σούζαν. Η Σούζαν έλειπε. Ήταν στο σχολείο της ενορίας. Η
Μάργκαρετ φάνηκε να απογοητεύεται και η φτωχή γυναίκα βλέποντάς την προσπάθησε
να δικαιολογηθεί.
«Ω, δεν πειράζει» είπε η Μάργκαρετ. «Χαίρομαι πολύ που το
μαθαίνω. Θα έπρεπε να το είχα σκεφτεί. Αλλά ήξερα ότι συνήθως έμενε στο σπίτι
μαζί σου.»
« Ναι, έτσι έκανε. Και μου λείπει πολύ. Τις νύχτες, της
μάθαινα ‘κείνα τα λίγα που ήξερα. Δεν ήταν και πολλά, αυτό να λέγεται. Και ήταν
τόσο προκομμένο παιδί που μου λείπει να την έχω εδώ. Μα τώρα μ’ έχει ξεπεράσει
πολύ στα γράμματα.» Και η μητέρα αναστέναξε.
« Έχω πέρα για πέρα άδικο,» μουρμούρισε ο κύριος Μπέλλ. «Μη
δίνεις σημασία στα λόγια μου. Είμαι εκατό χρόνια πίσω από τον υπόλοιπο κόσμο.
Αλλά είμαι της άποψης ότι το παιδί έπαιρνε μια καλύτερη, απλούστερη και
πιο φυσιολογική εκπαίδευση μένοντας στο
σπίτι, βοηθώντας τη μητέρα της και διαβάζοντας το βράδυ δίπλα της κάποιο
κεφάλαιο από την Καινή Διαθήκη, παρά σε όλα τα σχολεία του κόσμου.»
Η Μάργκαρετ δεν του απάντησε, μη θέλοντας να τον ενθαρρύνει
στο να συνεχίσει τη συζήτηση ενώπιον της μητέρας. Έτσι στράφηκε και τη ρώτησε.
«Πώς είναι η κυρά Μπέττυ Μπέρνς;»
«Δεν ξέρω» της απάντησε μάλλον απότομα. «Δεν τα ’χουμε
καλά.»
«Γιατί ;» ρώτησε η Μάργκαρετ που παλιά ήταν η ειρηνοποιός
του χωριού.
«Μου ’κλεψε τη γάτα.»
«Ήξερε πως ήταν δική σου;»
«Δεν ξέρω. Μάλλον όχι.»
« Δεν θα μπορούσες να της πεις ότι είναι δική σου και να την πάρεις πίσω;»
«Όχι! Γιατί την έκαψε!»
«Την έκαψε;» αναφώνησαν εν χορώ η Μάργκαρετ και ο κύριος
Μπέλλ.
«Την έκαμε ψητή!» επεξήγησε η γυναίκα.
Δεν έδωσε άλλες εξηγήσεις. Ρωτώντας η Μάργκαρετ, της
εκμαίευσε τα τρομερά γεγονότα. Η Μπέττυ Μπέρνς αφού ξεγελάστηκε από μια
γύφτισσα μάντισσα και της έδωσε τα Κυριακάτικα ρούχα του άντρα της με την
υπόσχεση ότι θα τα ξανάπαιρνε πίσω το Σάββατο το βράδυ, πριν ο κύριος Μπέρνς
καταλάβει ότι λείπουν, βλέποντας ότι τα ρούχα δεν επιστρέφονταν και φοβούμενη
τα αποτελέσματα του θυμού του, υπέκυψε στις βάρβαρες δεισιδαιμονίες της
επαρχίας. Σύμφωνα με αυτές, οι αγωνιώδεις κραυγές μιας γάτας που την έβραζαν ή
την έκαιγαν ζωντανή, θα εξανάγκαζαν τις δυνάμεις του σκότους να πραγματοποιήσουν
την επιθυμία του θύτη, ο οποίος είχε καταφύγει σε εκείνο το ξόρκι.
Η καημένη η γυναίκα προφανώς πίστευε ότι το ξόρκι θα είχε
αποτέλεσμα. Η μόνη της έγνοια ήταν ότι από όλες τις γάτες, η δική της είχε
επιλεχθεί για να θυσιαστεί. Η Μάργκαρετ άκουγε περίτρομη. Πάσχιζε μάταια να την
διαφωτίσει αλλά αναγκάστηκε να τα παρατήσει απελπισμένη. Βαθμηδόν κατάφερε να
την κάνει να αποδεχτεί κάποια γεγονότα, όμως στο τέλος η γυναίκα σαστισμένη
ξαναγύρισε στον πρώτο της ισχυρισμό ότι
δηλαδή « ήταν πολύ σκληρό στ’ αλήθεια, και η ίδια δεν θα το ‘κανε ποτέ της, μα
ήταν ένα κι ένα για να δώσει σε κάποιον αυτό που επιθυμούσε, έτσι το ΄χε
μαθημένο σ’ όλα της τα χρόνια, αλλά μα την αλήθεια ήταν βάρβαρο.»
Η Μάργκαρετ παραιτήθηκε απ’την προσπάθεια και
έφυγε με την καρδιά γεμάτη απόγνωση.
«Καλοσύνη σου που δεν θριαμβολογείς εις βάρος μου» είπε ο
κύριος Μπέλλ.
«Πώς ; Τι εννοείτε;»
«Αναγνωρίζω ότι έκανα λάθος σχετικά με την εκπαίδευση.
Ο,τιδήποτε άλλο είναι προτιμότερο από το να μεγαλώνει ένα παιδί μέσα σε αυτές
τις παγανιστικές πρακτικές.»
«Ω, θυμήθηκα ! Η καημένη η μικρούλα Σούζαν! Πρέπει να πάω να τη δω. Θα σας
πείραζε να κάναμε μια επίσκεψη στο σχολείο;»
«Καθόλου. Είμαι περίεργος να δω ένα κομμάτι της εκπαίδευσης
που θα λάβει.»
Δεν μίλησαν άλλο, αλλά συνέχισαν το δρόμο τους μέσα από
δασωμένα λαγκάδια, που μ’όλες τις χάρες και τις
πρασινάδες τους δεν μπόρεσαν να διώξουν το σοκ και τον πόνο που προκάλεσε στην καρδιά της Μάργκαρετ εκείνη η απάνθρωπη
αφήγηση. Μια αφήγηση που φανέρωνε έλλειψη
φαντασίας και συμπόνοιας για το μαρτύριο του ζώου.
Καθώς έβγαιναν από το δάσος και κατευθύνονταν προς την
ανοιχτωσιά έξω από το χωριό, όπου βρισκόταν το σχολείο, ένα μουρμουρητό από φωνές
σαν βουητό από ανθρώπινο μελίσσι τους υποδέχθηκε. Η πόρτα ήταν ορθάνοικτη, έτσι
μπήκαν μέσα. Μία αεικίνητη κυρία ντυμένη στα μαύρα που έμοιαζε να βρίσκεται σε όλα
τα μέρη ταυτοχρόνως, τους αντιλήφθηκε και τους καλωσόρισε με έναν αέρα οικοδέσποινας,
έτσι όπως συνήθιζε και η μητέρα της – μόνο σε τόνο πιο ήπιο και χαλαρό- να υποδέχεται
τους επισκέπτες που σε σπάνιες περιπτώσεις
έρχονταν να εποπτεύσουν το σχολείο. Κατάλαβε αμέσως ότι ήταν η σύζυγος
του τωρινού ιερέα, εκείνη που πήρε τη θέση της μητέρας της και ήθελε – αν γινόταν
– να αποφύγει την συνάντηση. Όμως την επόμενη στιγμή, ξεπέρασε αυτό το συναίσθημα
και προχώρησε με σεμνότητα ενώ γύρω της πολλά μάτια άστραφταν αναγνωρίζοντάς
την και από πνιχτές φωνές άκουγε ένα μουρμουρητό : «Είναι η δεσποινίδα Χέηλ.»
Η σύζυγος του ιερέα άκουσε το όνομα, και αμέσως η συμπεριφορά
της έγινε πιο ευγενική. Η Μάργκαρετ ένοιωσε ότι ο τρόπος της άλλης κυρίας έγινε
πιο προστατευτικός- και μακάρι να μην το
είχε καταλάβει. Η κυρία, έτεινε το χέρι της προς τον κύριο Μπέλλ, λέγοντας: « Ο
πατέρας σας, υποθέτω, δεσποινίς Χέηλ. Διακρίνω την ομοιότητα μεταξύ σας. Είμαι
ευτυχής που σας γνωρίζω, κύριε, και σίγουρα το ίδιο θα χαρεί και ο Αιδεσιμότατος.»
Η Μάργκαρετ εξήγησε ότι δεν ήταν ο πατέρας της, και κομπιάζοντας
της ανέφερε ότι εκείνος είχε πεθάνει, ενώ ταυτοχρόνως αναλογιζόταν πώς θα ήταν
δυνατόν ο πατέρας της να είχε αντέξει μια επίσκεψη στο Χέλστοουν αν όντως ήταν
έτσι όπως νόμισε η σύζυγος του Αιδεσιμότατου. Δεν άκουσε τι της είπε η κυρία Χέπγουωρθ
και άφησε τον κύριο Μπέλλ να δώσει την απάντηση, ενώ ταυτόχρονα κυττούσε ολόγυρα
για γνώριμα πρόσωπα.
«Α, βλέπω ότι θα θέλατε να αναλάβετε μία τάξη, δεσποινίς. Το
ξέρω γιατί κι εγώ έτσι είμαι. Η πρώτη τάξη να σηκωθεί, παρακαλώ, για μάθημα συντακτικής ανάλυσης με την
δεσποινίδα Χέηλ.»
Η δυστυχής Μάργκαρετ, της οποίας η επίσκεψη είχε χαρακτήρα μόνον
συναισθηματικό και σε καμμιά περίπτωση
εποπτικό, ένοιωσε ότι δεν είχε διαφυγή. Όμως αφού
αυτό
είχε σαν αποτέλεσμα την επαφή με τα
φιλικά προσωπάκια, τα τόσο γνώριμα κάποτε, που τα περισσότερα είχαν λάβει το βάπτισμα
από τον πατέρα της, κάθισε σε μια θέση
και απορροφήθηκε με το να ιχνηλατεί
τις αλλαγές στα χαρακτηριστικά των κοριτσιών,
και κρατώντας για μερικά λεπτά το χεράκι της Σούζαν, χωρίς να το προσέξει κανείς.
Στο μεταξύ, η πρώτη τάξη έψαχνε τα βιβλία της ενώ η σύζυγος του Αιδεσιμότατου είχε
πλησιάσει, όσο ήταν επιτρεπτό για μια κυρία, και μονοπωλούσε το ενδιαφέρον του
κυρίου Μπέλλ, αναλύοντάς του το Φωνητικό Σύστημα και παραθέτοντάς την συζήτηση
που είχε κάνει επ’ αυτού με τον Επιθεωρητή.
Όπως ήταν σκυμμένη και απορροφημένη
η Μάργκαρετ πάνω από το βιβλίο, και καθώς το
μουρμουρητό των παιδιών
έφτανε στ’ αυτιά
της, η σκέψη της γύρισε στις παλιές εποχές και τα μάτια της γέμισαν δάκρυα, όταν
ξαφνικά έγινε μια παύση – κάποιο από τα κορίτσια είχε σκοντάψει πάνω στην
φαινομενικά απλή λέξη «ένας», και δεν ήξερε πώς να την χαρακτηρίσει συντακτικά.
«Ένας – αόριστο άρθρο», είπε ήσυχα η Μάργκαρετ.
«Με συγχωρείτε,» είπε η σύζυγος του Αιδεσιμότατου που είχε μάτια
και αυτιά παντού « αλλά ο κύριος Μίλσαμ μας δίδαξε να χαρακτηρίζουμε συντακτικά
το ‘ένας’ ως - ποιος θα μας πει;»
«Απόλυτο αριθμητικό επίθετο» απάντησαν ομοφώνως πέντε- έξι
κορίτσια. Η Μάργκαρετ ξανακάθισε αμήχανη. Τα παιδιά γνώριζαν περισσότερα από εκείνη. Ο κύριος Μπέλλ
στράφηκε από την άλλη μεριά και χαμογέλασε.
Η Μάργκαρετ δεν ξαναμίλησε κατά τη διάρκεια του μαθήματος. Όταν
όμως τελείωσε το μάθημα, σηκώθηκε ήσυχα και πλησίασε μερικές μαθήτριες που τις ξεχώριζε
από παλιά και μίλησε για λίγο μαζί τους.
. ................................................................................................................................................
Είχαν επέλθει παντού αλλαγές ˙ αμυδρές αλλά έμοιαζαν να
διαπερνούν τα πάντα. Τα σπιτικά δεν ήταν πια τα
ίδια είτε από απουσία ή θάνατο ή γάμο είτε από τις φυσικές αλλαγές που
επέφερε ο χρόνος καθώς περνούσαν οι μέρες και τα χρόνια που μας φέρνουν
ανεπαίσθητα από την παιδική ηλικία στην νεότητα και από κει στην
ενηλικίωση και στα γηρατειά, απ’ όπου καταλήγουμε σαν φρούτο στην πλήρη
ωριμότητά του μέσα στην ήσυχη αγκαλιά
της μητέρας γης. Τα γνώριμα μέρη είχαν αλλάξει – εδώ ένα δέντρο κομμένο, εκεί
ένας κλώνος, άφηναν να περάσει ο ήλιος εκεί που πρωτύτερα δεν υπήρχε φως - ένας δρόμος
είχε αποψιλωθεί και στενέψει, ενώ στο
πλάι του ασφυκτιούσε το πράσινο μονοπάτι
περίκλειστο και παραδομένο στην καλλιέργεια. Σπουδαία βελτίωση το θεωρούσαν ˙
αλλά η Μάργκαρετ αναστέναζε για την
αλλοτινή γραφικότητα, το παλιό σύθαμπο, και τα χλοερά δρομάκια του παρελθόντος.
Καθόταν στο μικρό καναπέ δίπλα στο παράθυρο, κυττάζοντας
περίλυπη έξω τη σκοτεινιά της νύχτας που πλησίαζε και που εναρμονιζόταν με τη
συλλογισμένη της όψη. Ο κύριος Μπέλλ κοιμόταν μακαρίως μετά από την ασυνήθιστη για εκείνον καταπόνηση
του πρωινού. Επιτέλους, ξύπνησε με την είσοδο του δίσκου με το τσάι που
τον έφερνε μια αναψοκοκκινισμένη χωριατοπούλα, η οποία προφανώς εκείνη την ημέρα
είχε εμπλουτίσει την συνηθισμένη της ασχολία ως σερβιτόρα, βοηθώντας στο
θερισμό.
«Ορίστε ; Ποιος είναι εκεί ; Πού βρισκόμαστε; Ποια είναι
αυτή η - Μάργκαρετ ; Α, τώρα
θυμάμαι. Δεν μπορούσα να φανταστώ ποια γυναίκα καθόταν εκεί, έτσι περίλυπη με τα χέρια πλεγμένα στα
γόνατά της, κυττάζοντας ίσια μπροστά. Τι έβλεπες;» ρώτησε ο κύριο Μπέλλ. Πλησίασε
στο παράθυρο και στάθηκε πίσω της.
«Τίποτα.» απάντησε εκείνη καθώς σηκώθηκε και προσπάθησε να δώσει στη φωνή της
όσο πιο εύθυμο τόνο μπορούσε μέσα σε μια στιγμή.
« Πώς τίποτα; Ένα ζοφερό σκηνικό από δέντρα, μερικά απλωμένα ασπρόρουχα στο φράχτη με τις βατομουριές και ένα γερό ρεύμα
υγρασίας. Κλείσε το παράθυρο και έλα μέσα να ετοιμάσεις λίγο τσάι.»
Η Μάργκαρετ έμεινε σιωπηλή για λίγο. Έπαζε με το κουταλάκι
του τσαγιού χωρίς
να προσέχει τι έλεγε ο
κύριος Μπέλλ. Της εναντιωνόταν, κι όμως εκείνη χαμογελούσε σαν να συμφωνούσε
μαζί της. Έπειτα αναστέναξε, άφησε κάτω το κουταλάκι και άρχισε να μιλά
χωρίς καμμιά αφορμή, με εκείνον το υψηλό τόνο
στη φωνή που συνήθως δείχνει ότι ο ομιλών στριφογύριζε για ώρα στο μυαλό του το
θέμα για το οποίο σκόπευε να μιλήσει.
« Κύριε Μπέλλ, θυμάστε που μιλούσαμε για τον Φρέντερικ χθες
το βράδυ;»
«Χθες το βράδυ. Πού ήμουν; Α, θυμήθηκα! Μα, μου φαίνεται σαν
να έχει περάσει μια εβδομάδα. Ναι, βέβαια. Θυμάμαι που μιλούσαμε γι αυτόν – τον
καημένο!»
«Μάλιστα – και θυμάστε ότι ο κύριος Λέννοξ είπε πως
βρισκόταν στην Αγγλία τότε που πέθανε η αγαπημένη μας μητέρα;» ρώτησε η
Μάργκαρετ πιο χαμηλόφωνα απ’ όσο συνήθως.
«Θυμάμαι. Δεν το είχα υπ’ όψιν μου.»
«Και πως νόμιζα – πάντα πίστευα ότι ο πατέρας θα σας το είχε
πει.»
«Όχι –δεν το έκανε. Τι θέλεις να μου πεις σχετικά με αυτό,
Μάργκαρετ;»
«Θα ήθελα να σας πω για κάτι πολύ άσχημο που έκανα εκείνον
τον καιρό,» είπε η Μάργκαρετ στρέφοντας πάνω του το καθαρό, έντιμο βλέμμα της.
«Είπα ένα ψέμα!» πρόσθεσε και κοκκίνησε.
«Πράγματι, αυτό είναι άσχημο, το παραδέχομαι. Όχι ότι δεν
έχω πει κι εγώ αρκετά στη ζωή μου, αν
όχι ακριβώς με λόγια όπως φαντάζομαι εσύ, τουλάχιστον με πράξεις ή με άθλιους, περιφραστικούς τρόπους,
κάνοντας τους ανθρώπους είτε να μην πιστέψουν την αλήθεια, είτε να πιστέψουν
ένα ψέμα. Ξέρεις ποιο είναι το μεγαλύτερο ψέμα απ’ όλα, Μάργκαρετ ; Ε, λοιπόν, πολλοί άνθρωποι θεωρώντας τους εαυτούς τους
ανώτερους από τους υπόλοιπους, έχουν περίεργη σχέση με το ψέμα, με ψεύτικους
γάμους και συγγενικούς δεσμούς. Το ψέμα
έχει μιάνει το αίμα όλων μας. Θεωρούσα ότι εσύ όπως και οι περισσότεροι
άνθρωποι δεν είχες σχέση με αυτό. Μα, τι ; Κλαίς, παιδί μου; Όχι, δεν θα
μιλήσουμε γι αυτό αν έχει τέτοια κατάληξη. Θα τολμήσω να πω ότι λυπάσαι γι
αυτό, και πως δεν θα το επαναλάβεις, ότι έγινε πριν από πολύ καιρό και κοντολογίς,
θέλω να σε δω πολύ χαρούμενη και καθόλου
λυπημένη απόψε.»
Η Μάργκαρετ σκούπισε τα μάτια της και προσπάθησε να μιλήσει
για κάτι άλλο, μα ξαφνικά ξέσπασε εκ νέου.
«Σας παρακαλώ, κύριε Μπέλλ, αφήστε με να σας μιλήσω για αυτό, ίσως μπορέσετε να
με βοηθήσετε λίγο. Όχι ακριβώς να με βοηθήσετε, αλλά αν μάθετε την αλήθεια, θα
μπορέσετε ίσως να με βοηθήσετε να δικαιωθώ- ή
κάπως έτσι, τέλος πάντων.» είπε απελπισμένη που δεν μπορούσε να βρει
ακριβώς τα λόγια για να εκφραστεί όπως ήθελε.
Η στάση του κυρίου Μπέλλ άλλαξε. «Μίλησέ μου, γι αυτό, παιδί
μου,» είπε.
«Είναι μεγάλη ιστορία, αλλά όταν ήρθε ο Φρέντ, η μαμά ήταν
πολύ άρρωστη και είχα τρελλαθεί από την
αγωνία και το φόβο ότι ίσως τον έβαζα σε
κίνδυνο, και όταν η μαμά πέθανε, μας ειδοποίησε η Ντίξον ότι συνάντησε κάποιον
στο Μίλτον, έναν που τον έλεγαν Λέοναρντς, ο οποίος γνώριζε τον Φρέντ και που
φαίνεται πως τον είχε άχτι από παλιά ή εν πάσει περιπτώσει τον δελέασε η αμοιβή
για την σύλληψή του ˙ και μετά από αυτήν
την απειλή θεώρησα καλό ότι θα έπρεπε να
βιαστεί να φύγει ο Φρέντ για το Λονδίνο, όπου – καθώς θα καταλάβατε από την συζήτησή μας
τις προάλλες – επρόκειτο να συμβουλευτεί τον κύριο Λέννοξ ως προς τις πιθανότητες
που είχε σε μια δίκη. Έτσι, πήγαμε – εκείνος
κι εγώ, δηλαδή- στο σταθμό του τρένου. Ήταν απόγευμα, μόλις είχε αρχίσει να
σκοτεινιάζει αλλά είχε ακόμα αρκετό φως για να μπορεί κανείς να αναγνωρίσει κάποιον
ή να τον αναγνωρίσουν. Είχαμε πάει πιο νωρίς έτσι βγήκαμε να περπατήσουμε σε ένα
πλάτωμα εκεί δίπλα. Με κατείχε συνέχεια πανικός για τον Λέοναρντς που ήξερα ότι
βρισκόταν εκεί κοντά και τότε, ενώ βρισκόμασταν στο πλάτωμα και οι ακτίνες του ήλιου
που έδυε έπεφταν κόκκινες στο πρόσωπό μου, πλησίασε κάποιος έφιππος στο δρόμο δίπλα μας.
Τον είδα να με κυττάζει, αλλά στην αρχή δεν τον γνώρισα γιατί έπεφτε ο ήλιος στα μάτια μου, όμως αμέσως μετά
το βλέμμα μου ξεθάμπωσε και είδα πως ήταν ο κύριος Θόρντον και χαιρετηθήκαμε με
υπόκλιση…»
«Και φυσικά, είδε και τον Φρέντερικ,» είπε ο κύριος Μπέλλ, θέλοντας
να την βοηθήσει να συνεχίσει την ιστορία, καθώς νόμιζε.
«Ναι, και μετά, στο σταθμό εμφανίστηκε ένας άνδρας – τρεκλίζοντας και
παραπατώντας απ’ το μεθύσι- και προσπάθησε να πιάσει τον Φρέντ από τον λαιμό. Καθώς
ο Φρέντ τον απώθησε παλεύοντας , εκείνος χάνοντας την ισορροπία του έπεσε κάτω από την αποβάθρα. Δεν ήταν από μεγάλο
ύψος – ούτε 3 πόδια. Αλλά, αχ, κύριε Μπέλλ, κατά κάποιο τρόπο αυτή η πτώση τον
σκότωσε!»
« Τι μπέρδεμα! Ήταν αυτός ο Λέοναρντς, υποθέτω. Και πώς ξέφυγε ο Φρέντ;»
«Ω, έφυγε αμέσως μετά την πτώση, που εξάλλου δεν μπορούσαμε
να διανοηθούμε ότι του προκάλεσε ζημιά του φουκαρά, φαινόταν τόσο ασήμαντο χτύπημα.»
«Ώστε, λοιπόν δεν πέθανε
αμέσως;»
« Όχι. Πέθανε μετά από δύο ή τρεις ημέρες. Και τότε – ω, κύριε Μπέλλ, αυτό είναι το
χειρότερο κομμάτι της ιστορίας,» είπε σμίγοντας
νευρικά τα δάχτυλά της. «Ένας αστυνομικός ήρθε και με κατηγόρησε ότι
ήμουν η συνοδός του νεαρού ο οποίος προκάλεσε με χτύπημα ή σπρώξιμο, το
θάνατο του Λέοναρντς. Ξέρετε, αυτή η κατηγορία ήταν ψεύτικη, αλλά δεν γνωρίζαμε
τότε ότι ο Φρέντερικ είχε σαλπάρει. Νομίζαμε
ότι ήταν ακόμα στο Λονδίνο και πως θα μπορούσαν να τον συλλάβουν με αυτή
την ψεύτικη κατηγορία και να αποκαλυφθεί ότι η ταυτότητά του, ότι δηλαδή είναι
ο υποπλοίαρχος Χέηλ που κατηγορείται για ανταρσία. Θα μπορούσαν να τον εκτελέσουν.
Όλα αυτά πέρασαν αστραπιαία από το μυαλό μου και είπα πως δεν ήμουν εγώ. Δεν
ήμουν εγώ στο σταθμό του τραίνου εκείνο το βράδυ. Δεν ήξερα τίποτα. Δεν
σκεφτόμουν τίποτα άλλο παρά πώς να σώσω τον Φρέντερικ.»
«Φρονώ πως έπραξες σωστά. Θα είχα κάνει το ίδιο. Λησμόνησες
τον εαυτό σου υπέρ κάποιου άλλου. Ελπίζω να είχα κάνει το ίδιο κι εγώ.»
«Όχι, δεν θα το είχατε κάνει. Ήταν
λάθος, έλλειψη υπακοής και πίστης. Εκείνη την ώρα ο Φρέντερικ βρισκόταν εκτός
Αγγλίας, σώος και αβλαβής, και ήμουν τόσο τυφλή ώστε δεν σκέφτηκα ότι υπήρχε και ένας άλλος αυτόπτης μάρτυρας που μπορούσε να καταθέσει για την παρουσία
μου εκεί.»
«Ο κύριος Θόρντον. Θυμάστε ότι με
είχε δει κοντά στο σταθμό, Είχαμε χαιρετηθεί.»
« Ωστόσο, δεν θα γνώριζε τίποτα
για τον καυγά που ακολούθησε, για το θάνατο εκείνου του φουκαρά του μεθύστακα.
Υποθέτω πως οι έρευνες δεν έδειξαν τίποτα.»
« Όχι. Οι διαδικασίες που είχαν ξεκινήσει για την ανάκριση, σταμάτησαν. Ο κύριος
Θόρντον τα γνώριζε όλα. Ήταν ο ειρηνοδίκης
και ανακάλυψε ότι η αιτία θανάτου δεν ήταν η πτώση. Όμως αυτό έγινε αφού
έμαθε τι είχα καταθέσει εγώ. Αχ, κύριε Μπέλλ!» Ξαφνικά, σκέπασε το πρόσωπό της
με τα χέρια της σαν να ήθελε να κρυφτεί από τις αναμνήσεις.
« Είχες την ευκαιρία να του δώσεις
κάποιες εξηγήσεις ; Του είπες ανάφερες
ποτέ το ισχυρό, ενστικτώδες κίνητρο ;»
«Την ενστικτώδη έλλειψη πίστης και
την προσκόλληση στην αμαρτία για να σώσω τον εαυτό μου» είπε πικρά. « Όχι! Πώς
θα μπορούσα; Δεν ήξερε τίποτα για τον Φρέντερικ. Για να αποκαταστήσω τον εαυτό
μου στα μάτια του, θα έπρεπε να του αποκαλύψω τα οικογενειακά μας μυστικά,
συμπεριλαμβάνοντας, κατά τα φαινόμενα και τις ελπίδες που είχε ο Φρέντερικ για
πλήρη εξιλέωση; Τα τελευταία λόγια που μου είπε ο Φρέντερικ,
ήταν να με εξορκίσει να κρατήσω την επίσκεψή
του μυστική σε όλους. Είδατε, ο πατέρας δεν το είπε ποτέ ακόμα και σ’ εσάς.
Όχι! Μπορούσα να αντέξω την καταισχύνη- τουλάχιστον έτσι νόμιζα. Και το
κατάφερα. Ο κύριος Θόρντον δεν έτρεφε πλέον κανέναν σεβασμό για μένα από εκείνη
την ημέρα και ύστερα.»
« Είμαι σίγουρος πως σε
υπολήπτεται.» είπε ο κύριος Μπελλ. «Σίγουρα μέτρησε λιγάκι ότι…..αλλά μιλά
πάντα για σένα με σεβασμό και εκτίμηση, αν και τώρα καταλαβαίνω κάποια
επιφυλακτικότητα που είχε στον τρόπο
του.»
Η Μάργκαρετ δεν αποκρίθηκε. Δεν
φαινόταν να προσέχει τι είπε ο κύριος Μπέλλ από εκεί και ύστερα. Μετά από λίγη
ώρα μίλησε ξανά.
«Θα μου πείτε τι εννοείτε λέγοντας
ότι είχε επιφυλαξεις όσον αφορά το πρόσωπό μου;»
«Ω, απλούστατα με εκνεύρισε γιατί
δεν συμμετείχε στους επαίνους που σου επιδαψίλευα. Σα γερο- ηλίθιος πιστεύω ότι
όλοι έχουν την ίδια άποψη με εμένα, και εκείνος προφανώς δεν συμφωνούσε μαζί
μου. Τότε, μου είχε φανεί παράξενο. Αλλά κι αυτός πρέπει να ήταν μπερδεμένος αν
δεν έλαβε ποτέ εξηγήσεις για αυτή την υπόθεση. Εν πρώτοις το ότι περπατούσες με
έναν νεαρό μες στο σκοτάδι…..»
«Μα, ήταν ο αδελφός μου!» είπε η
Μάργκαρετ έκπληκτη.
«Σωστά. Αλλά πώς θα μπορούσε να το
γνωρίζει;»
«Δεν ξέρω. Δεν μου πέρασε ποτέ απ’
το μυαλό κάτι τέτοιο, είπε κοκκινίζοντας και φάνηκε ότι ένοιωσε πληγωμένη και
προσβεβλημένη.
«Και ίσως δεν θα το μάθαινε ποτέ, αλλά το ψέμα – το οποίο κάτω
από τις δεδομένες συνθήκες θεωρώ ότι ήταν επιβεβλημένο.»
« Δεν ήταν. Τώρα το ξέρω. Και μετανοιώνω πικρά.»
Σιώπησαν για αρκετή ώρα. Η Μάργκαρετ ήταν η πρώτη που μίλησε.
« Δεν υπάρχει περίπτωση να συναντήσω τον κύριο Θόρντον ποτέ ξανά» - κι εκεί ο λόγος της κόπηκε.
«Θα έλεγα ότι υπάρχουν και πράγματα περισσότερο απίθανα», απάντησε
ο κύριος Μπέλλ.
..............................................................................................................................................................
Αλλά η Μάργκαρετ δεν χαμογέλασε. Μόλις που άκουγε τι έλεγε ο
κύριος Μπέλλ. Στο νου της στριφογύριζε η σκέψη που και πριν την παίδευε
αλλά τώρα είχε γίνει πεποίθηση, ότι δηλαδή ο κύριος Θόρντον δεν είχε πλέον την καλή γνώμη που είχε γι αυτήν,
ότι τον είχε απογοητεύσει.
Ένοιωθε ότι καμμιά εξήγηση δεν θα μπορούσε να την αποκαταστήσει -
όχι στην αγάπη του, γιατί είχε
αποφασίσει ότι από μέρους της δεν θα ξαναγυρνούσε σε εκείνο το σημείο, και ήταν
σταθερή στην απόφασή της – αλλά στον σεβασμό και στην υψηλή εκτίμηση που ήλπιζε
ότι θα κέρδιζε κάποτε από αυτόν, κάτω από το πρίσμα των όμορφων στίχων του
Τζέραλντ Γκρίφιν :
«Να στρέφεις προς τα πίσω να κυττάξεις
όταν ακούς να λένε τ’ όνομά μου.»
Όσο τα σκεφτόταν αυτά μετά βίας συγκρατούσε το λυγμό της. Προσπάθησε να
παρηγορηθεί με την ιδέα ότι αυτό που πίστευε ο ίδιος για εκείνη, δεν άλλαζε το
τι όντως ήταν η ίδια. Όμως ήταν μια κοινοτυπία, μια ψευδαίσθηση που λύγιζε κάτω
από το βάρος της μεταμέλειάς της. Είχε τόσες ερωτήσεις που ήταν έτοιμη να θέσει στον κύριο Μπέλλ αλλά δεν τόλμησε να
ξεστομίσει καμμία. Ο κύριος Μπέλλ θεώρησε ότι ήταν κουρασμένη, και την έστειλε
νωρίς στο δωμάτιό της, όπου εκείνη έμεινε καθισμένη για πολλές ώρες δίπλα στο
ανοιχτό παράθυρο, κυττάζοντας έξω στο βιολετί στερέωμα, τα αστέρια να ανατέλλουν να λάμπουν και να
χάνονται πίσω από τα ψηλά, σκιερά δέντρα, πριν
πέσει επιτέλους στο κρεββάτι. Για
ολόκληρη τη νύχτα, επίσης, ένα μικρό φως έλαμπε πάνω στη γη: ένα κερί στην
παλιά της κάμαρα, που εκτελούσε χρέη παιδικού δωματίου για τους τωρινούς
ενοίκους του πρεσβυτερίου, μέχρι να κτίσουν το καινούριο.
Μια αίσθηση αλλαγής, προσωπικής κενότητας, σύγχυσης και
απογοήτευσης κατέκλυσε την Μάργκαρετ. Τίποτα δεν ήταν το ίδιο ˙και αυτή η
αμυδρή αβεβαιότητα που διαπερνούσε τα πάντα, της προκαλούσε μεγαλύτερο πόνο απ’
ότι αν είχε δει τα πάντα εντελώς αλλαγμένα, τόσο, ώστε να δυσκολευόταν να τα αναγνωρίσει.
«Τώρα αρχίζω να καταλαβαίνω πώς μοιάζει ο παράδεισος
- και, ω! το μεγαλείο και η λύτρωση των λόγων –‘Ίδια σήμερα, όπως χθες
κι όπως για πάντα’. Σύ εί ο Θεός.’Αιώνια. ‘Εις τους αιώνας των αιώνων, ότι συ
ει ο Θεός.’ Αυτός ο ουρανός επάνω μου, μοιάζει σαν να μην γίνεται να αλλάξει, κι όμως θα αλλάξει. Είμαι κουρασμένη-
τόσο κουρασμένη σαν να με χτύπησε και να μ’ έσυρε ανεμοστρόβιλος σ’ όλες αυτές τις φάσεις της ζωής μου, έτσι
που τίποτα ούτε πλάσμα ούτε τόπος δεν
μπόρεσε να σταθεί πλάι μου ˙ είναι σαν τον κύκλο στον οποίο οι βασανισμένες ψυχές που υπήρξαν θύματα των γήινων παθών
περιδινίζονται αιώνια. Βρίσκομαι σε τέτοια ψυχική κατάσταση, που αν ανήκα σε
άλλο δόγμα, θα ντυνόμουν το μοναστικό
σχήμα. Ψάχνω ουράνια σταθερότητα στην μονοτονία της γης. Αν
ήμουν Καθολική, και μπορούσα να νεκρώσω την καρδιά μου, να την ρίξω κάτω μ’ ένα
δυνατό χτύπημα, ίσως να γινόμουν μοναχή. Αλλά θα πρέπει να παραμείνω ανάμεσα
στους ανθρώπους, όχι τους ανθρώπους εν
γένει γιατί η αγάπη για το ανθρώπινο
είδος δεν μπορεί ποτέ να γεμίσει την καρδιά μου τόσο ώστε να μην υπάρχει χώρος
για να αγαπώ κάποιους ξέχωρα. Ίσως να πρέπει να γίνει έτσι, ίσως κι όχι ˙δεν
μπορώ να αποφασίσω απόψε.»
Με βαριά καρδιά πήγε στο κρεβάτι, με βαριά καρδιά σηκώθηκε
σε τέσσερις ή πέντε ώρες. Αλλά μαζί με το πρωινό ήρθε και η ελπίδα και μια πιο
φωτεινή όψη των πραγμάτων.
«Στο κάτω κάτω, έτσι είναι το σωστό.» είπε την ώρα που
ντυνόταν, ακούγοντας τις φωνές των
παιδιών που έπαιζαν. «Αν ο κόσμος έμενε ακίνητος, θα οπισθοδρομούσε στη
διαφθορά, αν δεν είναι Ιρλανδέζικο χαρακτηριστικό. Κυττάζοντας πέρα από τον
εαυτό μου και την δική μου οδυνηρή αίσθηση για την αλλαγή, η πρόοδος όλων των
πραγμάτων γύρω μου είναι σωστή και απαραίτητη. Δεν πρέπει να σκέφτομαι τόσο
πολύ το πώς οι περιστάσεις επηρεάζουν εμένα την ίδια, αλλά πώς επηρεάζουν τους
άλλους, αν θέλω να η κρίση μου να είναι σωστή και η καρδιά μου γεμάτη ελπίδα
και αλήθεια.» Και μ’ ένα χαμόγελο να τρεμοπαίζει στα μάτια της, έτοιμο να
κατέβει στα χείλη της, προχώρησε στο σαλόνι
και χαιρέτησε τον κύριο Μπέλλ.
« Α, κοπελιά ! Ξαγρύπνησες τη νύχτα γι αυτό άργησες να
ξυπνήσεις. Λοιπόν, σου έχω νέα. Τι λες για μια πρόσκληση σε δείπνο; Είχαμε μια πρωινή επίσκεψη. Στην κυριολεξία
πρωί πρωί με τη δροσιά, είχα ήδη τον Αιδεσιμότατο, εδώ καθ’ οδόν για το
σχολείο. Δεν ξέρω κατά πόσον αυτή η σπουδή οφείλεται στην επιθυμία να δώσει
στην οικοδέσποινά μας διάλεξη εναντίον
του αλκοολισμού, επ’ωφελεία των θεριστών. Τον βρήκα όμως εδώ μόλις κατέβηκα,
λίγο πριν τις εννιά, και μας προσκάλεσε για δείπνο στην οικία του, απόψε.»
«Όμως, η Ήντιθ θα με περιμένει να γυρίσω- δεν μπορώ να δεχτώ
την πρόσκληση,» είπε η Μάργκαρετ, ανακουφισμένη που είχε μια καλή δικαιολογία.
«Ναι, το γνωρίζω, έτσι του είπα. Το φαντάστηκα πως δεν θα
ήθελες να πας. Όμως, η πρόσκληση ισχύει ακόμα, αν θέλεις.»
«Ω, όχι!» είπε η Μάργκαρετ. «Ας μην αλλάξουμε το πρόγραμμά
μας. Ας αναχωρήσουμε στις δώδεκα. Πολύ καλό και ευγενικό εκ μέρους τους, όμως
πραγματικά δεν μπορώ να δεχτώ.»
«Πολύ καλά. Μην ανησυχείς, θα τα τακτοποιήσω όλα.»
Πριν να φύγουν, η Μάργκαρετ ξεγλίστρησε και έκανε το γύρο
μέχρι το πίσω μέρος του κήπου του πρεσβυτερίου
και έκοψε ένα κλαδάκι αγιόκλημα. Δεν είχε κόψει κάποιο λουλούδι την προηγούμενη
ημέρα, από φόβο μην την δουν και σχολιαστούν τα κίνητρα και τα αισθήματά της.
Καθώς όμως επέστρεφε περνώντας από τη δημοσιά, το μέρος έμοιαζε να ξαναβρίσκει
την παλιά, μαγευτική του ατμόσφαιρα.
Οι συνηθισμένοι ήχοι της καθημερινής ζωής, εδώ έμοιαζαν να έχουν περισσότερη μουσικότητα
παρά οπουδήποτε αλλού, σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Το φως ήταν πιο χρυσαφένιο, η ζωή
πιο ήρεμη, γεμάτη ονειρεμένη απόλαυση. Καθώς η Μάργκαρετ θυμόταν τα συναισθήματά της προηγούμενης ημέρας, είπε μέσα της :
«Κι εγώ αλλάζω συνεχώς – πότε αυτό, πότε το άλλο- τώρα απογοητεύομαι και
δυστροπώ γιατί δεν είναι όλα όπως τα περίμενα, και ξαφνικά ανακαλύπτω ότι η
πραγματικότητα είναι πολύ πιο όμορφη απ’ ότι την φανταζόμουν. Ω, Χέλστοουν. Δεν
θα αγαπήσω ποτέ άλλο μέρος όπως εσένα.»
Λίγες ημέρες αργότερα είχε ξαναβρεί την διάθεσή της και
αποφάσισε ότι ήταν πολύ χαρούμενη που είχε πάει εκεί και το είχε ξαναδεί και
πως για εκείνην θα ήταν πάντα το ομορφότερο μέρος στον κόσμο, όμως ήταν τόσο
πολύ συνδεδεμένο με το παρελθόν και ειδικά με τους γονείς της, ώστε αν της
δινόταν ξανά η ευκαιρία δεν θα έκανε άλλο ταξίδι όπως αυτό που έκανε με τον κύριο Μπέλλ.