Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2012

Κεφάλαιο IV " Αμφιβολίες και δυσχέρειες"



Μόλις ολοκλήρωσα την μετάφραση του τέταρτου κεφαλαίου. Για τις ανυπόμονες εξ ημών, ο κος Θόρντον θα εμφανιστεί σε όλη την θαυμαστή του ωραιότητα στο έβδομο κεφάλαιο. Ναί, έχουμε λίγο χρόνο, ακόμα....Στο μεταξύ ο κος Χέηλ συνεχίζει να ταλαιπωρεί την θυγατέρα του με τις αιφνίδιες ανακοινώσεις του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV


Αμφιβολίες και δυσχέρειες

“Cast me upon some naked shore,
Where I may  tracke
Only the print of some sad wracke,
If thou be there though the seas roare,
I shall no gentler calm implore.”
                                    HABINGTON

Είχε φύγει.  Το σπίτι  σφαλίστηκε για το βράδυ. Δεν διακρίνονταν πια ο βαθυγάλανος ουρανός ή τα άλικα και κεχριμπαρένια χρώματα.  Η Μάργκαρετ ανέβηκε στο δωμάτιό της να ντυθεί και βρήκε την Ντίξον αρκετά  εκνευρισμένη για το πρόσθετο βάρος που προκάλεσε η αναπάντεχη επίσκεψη σε μια ούτως ή άλλως πολυάσχολη ημέρα. Έδειξε την ενόχλησή της βουρτσίζοντας απότομα τα μαλλιά της Μάργκαρετ προφασιζόμενη ότι βιαζόταν να πάει στην κα Χέηλ. Αλλά και πάλι, η Μάργκαρετ χρειάστηκε να περιμένει πολύ ώρα στο καθιστικό μέχρι να κατέβει η μητέρα της. Κάθισε μόνη της πλάι στη φωτιά με σβηστά τα κεριά στο τραπέζι δίπλα της, αναλογιζόμενη όσα είχαν γίνει εκείνη την ημέρα, την , ξένοιαστη βόλτα, τις χαρούμενες ώρες της ζωγραφικής, το εύθυμο και ευχάριστο δείπνο και τον αμήχανο και στενάχωρο περίπατο στον κήπο.

Η μητέρα της μπήκε στο δωμάτιο προτού καταλαγιάσει ο ανεμοστρόβιλος στο μυαλό της . Η Μάργκαρετ έπρεπε να παραμερίσει τις σκέψεις της για όλα όσα είχαν ειπωθεί και συμβεί εκείνη την ημέρα, για να ακούσει υπομονετικά το πώς η Ντίξον ήταν όλο παράπονα για το σιδερόπανο που κάηκε πάλι, και το πώς είδανε την Σούζαν Λάιτφουτ να φορά μπονέ με τεχνητά  άνθη και ως εκ τούτου να δίνει δείγματα ενός ματαιόδοξου και επιπόλαιου  χαρακτήρα. Ο κος Χέηλ έπινε το τσάι του σιωπηλός και αφηρημένος  ενώ η Μάργκαρετ κρατούσε όλες τις απαντήσεις για τον εαυτό  της. Απορούσε πώς οι γονείς της  μπορούσαν να είναι τόσο επιλήσμονες, τόσο αδιάφοροι για τον επισκέπτη που είχαν δεχτεί, έτσι ώστε να μην αναφέρουν καθόλου το όνομά του. Ξεχνούσε πως δεν είχε κάνει  σε αυτούς πρόταση γάμου.
Μετά το τσάι ο κος Χέηλ σηκώθηκε και στάθηκε ακουμπώντας το χέρι του στο περβάζι του τζακιού, με το κεφάλι του σκυφτό, βαθειά απορροφημένος στις σκέψεις του, αναστενάζοντας βαθειά κάθε τόσο. Η κα Χέηλ βγήκε να μιλήσει με την Ντίξον για κάποια χειμωνιάτικα ρούχα που θα έδιναν στους φτωχούς.
Η Μάργκαρετ ετοίμαζε για τη μητέρα της το μαλλί για πλέξιμο, αποφεύγοντας να σκεφτεί τις ώρες μιας ατελείωτης βραδυάς που βρίσκονταν μπροστά της  και ευχόταν να έρθει γρήγορα η ώρα που θα μπορούσε να πάει για ύπνο, ώστε να σκεφτεί για άλλη μια φορά τα γεγονότα της ημέρας.
«Μάργκαρετ!» Ο κος Χέηλ μίλησε επιτέλους,  με ένα τόσο απότομο  και απελπισμένο ύφος που την ξάφνιασε. « Είναι επείγον αυτό το πλέξιμο; Θέλω να πώ, μπορείς να το αφήσεις και να έρθεις στο γραφείο μου ; Θέλω να σου μιλήσω για κάτι σοβαρό που αφορά όλους μας.»
«Κάτι σοβαρό που  αφορά όλους μας.»  Ο κος Λέννοξ δεν είχε την ευκαιρία να μιλήσει κατ’ ιδίαν με τον πατέρα της  μετά την άρνησή της, διαφορετικά αυτό θα ήταν όντως κάτι πολύ σοβαρό. Αρχικά η Μάργκαρετ αισθάνθηκε κάποια ενοχή και ντράπηκε που είχε κιόλας μεγαλώσει τόσο ώστε να θεωρείται ήδη  γυναίκα σε ηλικία γάμου, και εν συνεχεία  δεν ήξερε αν δεν δυσαρεστούσε τον πατέρα της το γεγονός ότι ανέλαβε η ίδια να απορρίψει την πρόταση του κου Λέννοξ. Ύστερα όμως κατάλαβε ότι μάλλον θα επρόκειτο για κάτι μεταγενέστερο που συνέβη ξαφνικά, κάτι που προβλημάτισε τον πατέρα της και θέλησε να της μιλήσει.
Την έβαλε να καθήσει δίπλα του, σκάλισε λίγο τη φωτιά, έκοψε την κάφτρα από τα κεριά, αναστέναξε μια- δυο φορές ακόμα πριν αποφασίσει να της μιλήσει  στρεφόμενος απότομα προς το μέρος της  «Μάργκαρετ! Πρόκειται να  φύγω από το Χέλστοουν»
«Μπαμπά, θα φύγεις από το Χέλστοουν! Μα γιατί ;»
Για ένα δύο λεπτά ο κος Χέηλ δεν αποκρίθηκε.  Έπαιξε  με κάποια χαρτιά πάνω στο γραφείο νευρικά και αμήχανα, άνοιξε μερικές φορές το στόμα του να μιλήσει αλλά το ξανάκλεισε χωρίς να βρεί το κουράγιο να πεί  λέξη. Η Μάργκαρετ δεν άντεχε τη θέα αυτής της αγωνίας  που ήταν περισσότερο  οδυνηρή για τον πατέρα της  παρά για την ίδια .
«Μα γιατί, καλέ μου μπαμπά ; Πες μου!»
Σήκωσε το κεφάλι του ξαφνικά και την κύτταξε κι ύστερα είπε αργά με μια βεβιασμένη ηρεμία – «Επειδή δεν πρέπει πλέον να είμαι λειτουργός ιερέας της Αγγλικανικής Εκκλησίας."
«Αχ, μα τι συμβαίνει; Μίλησε, μπαμπά! Πες τα μου όλα! Γιατί δεν μπορείς πλέον να είσαι κληρικός; Είμαι σίγουρη ότι αν ο Επίσκοπος γνώριζε όλα όσα ξέρουμε για τον Φρέντερικ και για τον σκληρό, άδικο…»
«Δεν έχει σχέση με τον Φρέντερικ. Ούτε αφορά τον επίσκοπο. Αφορά εμένα. Μάργκαρετ, θα σου μιλήσω. Θα απαντήσω όλες τις ερωτήσεις σου αυτή τη φορά αλλά έπειτα, δεν θα ξαναμιλήσουμε για το θέμα αυτό. Είμαι σε θέση να αντιμετωπίσω τις συνέπειες που προκαλούν οι άθλιες, οδυνηρές αμφιβολίες μου αλλά το να μιλήσω για ότι που προξένησε τέτοια ταλαιπωρία είναι κάτι που με ξεπερνά.»
«Αμφιβολίες, μπαμπά! Αμφιβολίες σχετικά με την Πίστη ;»ρώτησε η Μάργκαρετ σοκαρισμένη όσο ποτέ.
«Όχι ! Δεν αμφιβάλλω για την Πίστη – ούτε κατά διάνοια.»
Έκανε μια παύση.  Η Μάργκαρετ αναστέναξε φοβούμενη το τι θα ακολουθούσε. Ο κος Χέηλ ξεκίνησε πάλι,  μιλώντας γρήγορα αυτή τη φορά σαν για να απαλλαγεί από ένα βάρος .
«Δεν θα μπορούσες να το αντιληφθείς σε όλη του την έκταση, αν σου το έλεγα- την ανησυχία μου για χρόνια τώρα  να ξέρω αν έχω το δικαίωμα να στηρίξω τη  ζωή μου – τις προσπάθειές μου να καταπνίξω τις αμφιβολίες  που ένιωθα να με καίνε,  με το κύρος της Εκκλησίας. Ω, Μάργκαρετ, πόσο αγαπώ την Αγία Εκκλησία από την οποία πρόκειται να απομακρυνθώ!»  Για μερικά λεπτά δεν μπορούσε να συνεχίσει.  Η Μάργκαρετ δεν ήξερε τι να πει- της φαινόταν τόσο εξωφρενικά ακατανόητο σαν να επρόκειτο ο πατέρας της να ασπαστεί τον Μωαμεθανισμό.
« Διάβαζα σήμερα για τους δύο χιλιάδες που αφορίστηκαν από την Εκκλησία », συνέχισε ο κος Χέηλ  χαμογελώντας αδύναμα, « προσπαθώντας να υποκλέψω λίγη από την ανδρεία τους-μάταια όμως…μάταια…το συναίσθημα είναι τόσο σφοδρό.»
«Αλλά, μπαμπά, το συλλογίστηκες καλά;  Ω, φαίνεται  τόσο τρομερό, τόσο απαίσιο,» είπε η Μάργκαρετ ξεσπώντας ξαφνικά σε κλάματα. Ο θεμέλιος λίθος του σπιτιού της, όλα όσα πίστευε για τον  αγαπημένο της πατέρα έμοιαζαν έτοιμα να καταρρεύσουν. Τι μπορούσε να πει: Τι έπρεπε να κάνει; Η απόγνωσή της έκανε τον κο  Χέηλ να οπλιστεί με δύναμη και  να προσπαθήσει να την παρηγορήσει. Κατάπιε τους λυγμούς που συγκλόνιζαν το στήθος του έως τώρα και πλησιάζοντας την βιβλιοθήκη πήρε ένα βιβλίο που διάβαζε συχνά τις τελευταίες μέρες και από το οποίο πίστευε πως είχε αντλήσει την δύναμη να ξεκινήσει την πορεία που είχε κατά νου.
«Άκουσε, Μάργκαρετ, καλή μου», είπε αγκαλιάζοντάς την. Εκείνη κράτησε το χέρι του και το έσφιξε δυνατά αλλά δεν μπορούσε να σηκώσει το βλέμμα της, ούτε να συγκεντρωθεί σε ό,τι της διάβαζε, τόσο μεγάλη ήταν η εσωτερική της ταραχή.
« Είναι ένας μονόλογος από κάποιον που ήταν κάποτε ιερέας σε μια επαρχιακή ενορία, όπως εγώ. Γράφτηκε από τον κο Όλντφηλντ, ιερέα στο Κάρσινγκτον του Ντέρμπυσαϊρ, πριν από εκατόν εξήντα χρόνια ή και παραπάνω. Οι δοκιμασίες του έλαβαν τέλος. Αγωνίστηκε τον αγώνα τον καλό.»  Τις δυο τελευταίες φράσεις της είπε χαμηλόφωνα σαν να μιλούσε στον εαυτό του. Έπειτα συνέχισε να διαβάζει δυνατά από το βιβλίο-
.......................................................................................................................
Καθώς διάβαζε  το απόσπασμα αυτό, αλλά και άλλα τα οποία δεν διάβαζε δυνατά, ισχυροποιούσε την απόφασή του και αισθανόταν  ότι και εκείνος θα  μπορούσε να φανεί  δυνατός και σταθερός στα πιστεύω του, μόλις όμως σταμάτησε και  άκουσε τους  σιγανούς λυγμούς που συγκλόνιζαν την Μάργκαρετ, ένιωσε το κουράγιο του να βυθίζεται σε πελάγη απελπισίας.
«Μάργκαρετ, καλή μου!» είπε τραβώντας την κοντά του, « σκέψου τους πρώτους Μάρτυρες του Χριστιανισμού, σκέψου τους χιλιάδες που βασανίστηκαν.»
«Όμως πατέρα,» είπε εκείνη σηκώνοντας για πρώτη φορά το μουσκεμένο από τα δάκρυα πρόσωπό της « οι πρώτοι Χριστιανοί βασανίστηκαν για την αλήθεια, ενώ εσύ – αχ, καλέ μου μπαμπά!»
.......................................................................................................................................
Σηκώθηκε και  άρχισε να βηματίζει πάνω κάτω στο δωμάτιο,  μουρμουρίζοντας  φράσεις  γεμάτες  αυτο-μομφή και ταπείνωση ,  από τις οποίες η Μάργκαρετ   ευτυχώς άκουγε ελάχιστες. Στο τέλος, κατέληξε λέγοντας –
«Μάργκαρετ, για να επιστρέψουμε στο γνωστή, θλιβερή πραγματικότητα:  Πρέπει να φύγουμε από το Χέλστοουν.»
«Μάλιστα. Το καταλαβαίνω. Αλλά πότε;»
«Έγραψα στον  Επίσκοπο – νόμιζα ότι στο είχα ήδη πεί, αλλά τελευταία ξεχνώ» είπε ο κος Χέηλ  πέφτοντας πάλι στο γνωστό καταθλιπτικό του ύφος αμέσως μόλις ήρθε αντιμέτωπος με την αναπόφευκτη πραγματικότητα «και τον πληροφόρησα για την απόφασή μου να παραιτηθώ από τα καθήκοντά μου. Υπήρξε πολύ ευγενικός.  Δεν φείσθηκε επιχειρημάτων και αιτιολογήσεων αλλά μάταια… μάταια.  Τα ίδια που και εγώ είχα χρησιμοποιήσει στον εαυτό μου, χωρίς αποτέλεσμα.  Θα πρέπει να κάνω την πράξη παραίτησής μου και να παρουσιαστώ  στον Επίσκοπο ο ίδιος  για να τον αποχαιρετίσω.  Αυτό θα είναι μια σκληρή δοκιμασία.  Αλλά χειρότερο, χείριστο όλων θα είναι ο αποχωρισμός από τους αγαπημένους μου ενορίτες.  Θα αναλάβει ένας  δόκιμος εφημέριος  τις Προσευχές – κάποιος κος Μπράουν. Θα έρθει να μείνει μαζί μας αύριο. Την επόμενη Κυριακή θα κάνω το αποχαιρετιστήριο κήρυγμά μου.»
Ήταν ανάγκη  να γίνουν όλα τόσο ξαφνικά; σκέφτηκε η Μάργκαρετ – όμως ίσως να ήταν καλύτερα έτσι. Η χρονοτριβή απλά θα έκανε τα πράγματα πιο επώδυνα. Ήταν καλύτερα να νιώθει ένα μούδιασμα κατάπληξης ακούγοντας για όλες αυτές τις ετοιμασίες που έμοιαζαν να έχουν ήδη ολοκληρωθεί πριν καν η ίδια μάθει το παραμικρό. «Η μαμά τι λέει γι αυτό;» ρώτησε αναστενάζοντας βαθειά.
Προς μεγάλη της έκπληξη ο πατέρας της άρχισε πάλι να βηματίζει στο δωμάτιο προτού της απαντήσει. Μετά από ώρα, σταμάτησε και είπε:
«Μάργκαρετ, είμαι δειλός τελικά.  Δεν αντέχω να προξενώ πόνο. Γνωρίζω κάλλιστα πως ο γάμος μου με την μητέρα σου δεν ήταν αυτό που εκείνη ήλπιζε – αυτό  που δικαιωματικά προσδοκούσε-  και το τωρινό, θα ήταν ένα τόσο μεγάλο πλήγμα γι αυτήν που δεν αντέχει η καρδιά μου,  δεν έχω τη δύναμη να της το πω. Όμως τώρα, πρέπει να το μάθει.» είπε κυττάζοντας με παράπονο την κόρη του.  Η Μάργκαρετ  αισθάνθηκε να την συντρίβει η ιδέα πως η μητέρα της δεν ήξερε τίποτα για όλα αυτά που είχαν ήδη συντελεστεί και προχωρήσει σε τέτοιο βαθμό.
«Ναι, πρέπει, πράγματι… Ίσως τελικά να μην – Ω, ναι ! Σίγουρα αυτό θα την κλονίσει.» είπε η Μάργκαρετ καθώς ένιωθε η ίδια το πλήγμα να την σαρώνει, προσπαθώντας να καταλάβει πώς θα λάβαινε την είδηση κάποιος άλλος. « Πού πρόκειται να εγκατασταθούμε;» είπε στο τέλος, με ανανεωμένη απορία για το τι τους επιφύλασσε το μέλλον, αν ο πατέρας της είχε όντως κάνει σχέδια για το μέλλον.
« Στο Μίλτον …στο Βορρά.» απάντησε  εκείνος βαριεστημένα και αδιάφορα, συναισθανόμενος ότι παρά την αγάπη που  του είχε η θυγατέρα του και που την έκανε προς στιγμήν να προσπαθήσει να τον παρηγορήσει,  ο πόνος της παρέμενε οξύτερος από ποτέ.
«Στο Μίλτον του Βορρά!  Στην βιομηχανική πόλη του Ντάρκσαϊρ;»

 «Ναι», απάντησε με το ίδιο μελαγχολικά αδιάφορο ύφος.
«Γιατί εκεί, πατέρα;» τον ρώτησε.
«Γιατί εκεί μπορώ να θρέψω την οικογένειά μου.  Εξάλλου δεν γνωρίζω κανέναν εκεί, και κανένας  δεν ξέρει το Χέλστοουν, επομένως κανείς δεν θα μου μιλάει γι αυτό.»
«Να θρέψεις την οικογένεια..! Μα νόμιζα πως εσύ και η μαμά είχατε…» αλλά σταμάτησε την φυσιολογική της περιέργεια για το τι τους επιφύλασσε το μέλλον βλέποντας τον πατέρα της ολοένα και πιο σκυθρωπό. Όμως  εκείνος διαισθάνθηκε γρήγορα την μελαγχολική της διάθεση, βλέποντας το πρόσωπό της την αντανάκλαση των δικών του συναισθημάτων και προσπάθησε να απαλύνει την ατμόσφαιρα.
«Θα τα μάθεις όλα, Μάργκαρετ. Μόνο, βοήθησέ με να το πω στην μητέρα σου. Νομίζω ότι μπορώ να κάνω τα πάντα εκτός από αυτό: Τρέμω την ιδέα να της δώσω  τέτοια μεγάλη θλίψη. Αν σου τα πω  όλα, τότε ίσως θα μπορούσες να της μιλήσεις αύριο. Θα λείψω όλη την ημέρα για να αποχαιρετήσω τον  Ντόμπσον  τον αγρότη και τους φτωχούς ενορίτες που ζουν στο Μπρέησυ Κόμμον. Θα σου ήταν δύσκολο να της μιλήσεις αύριο, Μάργκαρετ;»
Η Μάργκαρετ θα δυσκολευόταν τρομερά και θα ήθελε όσο τίποτα άλλο στη ζωή της  να μπορούσε να το αποφύγει. Δεν μίλησε αμέσως. Ο πατέρας της είπε: « Σε δυσκολεύει πάρα πολύ, δεν είναι έτσι, Μάργκαρετ;» Εκείνη αμέσως ανέκτησε την ψυχραιμία της και με μια λάμψη στο πρόσωπο, είπε σταθερά:
«Είναι κάτι οδυνηρό, αλλά πρέπει να γίνει και γι αυτό θα προσπαθήσω όσο μπορώ. Πρέπει να έχεις κι εσύ αρκετά δυσάρεστα πράγματα να κάνεις.»
Ο κος Χέηλ κούνησε το κεφάλι του μελαγχολικά και της έσφιξε το χέρι με ευγνωμοσύνη. Η Μάργκαρετ ήταν πάλι έτοιμη να ξεσπάσει σε κλάματα. Για να αποσπάσει τις σκέψεις της είπε: « Τώρα, μπαμπά, πες μου ποια είναι τα σχέδιά μας. Εσύ και η μαμά, έχετε ένα εισόδημα ανεξάρτητο από το μισθό σου, έτσι δεν είναι; Ξέρω ότι η θεία Σω, έχει.»
«Έτσι είναι.  Υποθέτω ότι έχουμε ένα εισόδημα εκατόν εβδομήντα λιρών το χρόνο. Εβδομήντα λίρες πηγαίνουν στον Φρέντερικ από τότε που είναι στο εξωτερικό. Δεν ξέρω αν του χρειάζεται ολόκληρο το ποσό», συνέχισε διστακτικά « Πρέπει να έχει κάποιο εισόδημα μια και υπηρετεί στον Ισπανικό στρατό.»
«Ο Φρέντερικ» είπε εκείνη αποφασιστικά, «δεν πρέπει να υποφέρει σε μια ξένη χώρα, μια και η πατρίδα του, του συμπεριφέρθηκε τόσο άδικα. Μένουν εκατό λίρες. Δεν θα μπορούσαμε εσύ εγώ και η μαμά να ζήσουμε σε ένα πολύ φθηνό, ήσυχο μέρος στην Αγγλία με εκατό λίρες το χρόνο; Ω, νομίζω πως θα μπορούσαμε.»
«Όχι!» είπε ο κος Χέηλ. « Αυτό δεν γίνεται. Πρέπει να κάνω κάτι. Πρέπει να ασχοληθώ με κάτι  για να αποδιώχνω τις νοσηρές σκέψεις. Εξάλλου, μια επαρχιακή ενορία θα ήταν μια διαρκής οδυνηρή υπενθύμιση του Χέλστοουν και της εδώ ζωής  μου ως εφημέριος. Δεν μπορώ να το βαστάξω, Μάργκαρετ. Επιπλέον, εκατό λίρες δεν επαρκούν για την κάλυψη των αναγκών ενός νοικοκυριού με τις ανέσεις που η μητέρα σου έχει συνηθίσει και που δικαιωματικά θα πρέπει να έχει. Όχι- πρέπει να πάμε στο Μίλτον. Αυτό είναι δεδομένο.  Πάντα αποφασίζω καλύτερα μόνος μου, ανεπηρέαστος από  τα πρόσωπα που αγαπώ,» είπε σαν να απολογείτο κατά κάποιον τρόπο επειδή είχε ήδη λάβει τόσες αποφάσεις πριν καν ενημερώσει οποιοδήποτε από τα μέλη της οικογένειάς του. « Δεν υποφέρω τις αντιρρήσεις. Μου προκαλούν αναποφασιστικότητα.»
Η Μάργκαρετ αποφάσισε να σιωπήσει. Στο κάτω κάτω, τι σημασία είχε ο προορισμός εν συγκρίσει με την μία και μοναδική δεινή αλλαγή;
Ο κος Χέηλ συνέχισε: « Πριν λίγους μήνες, όταν δεν μπορούσα άλλο να αντέξω την δυστυχία που μου προκαλούσαν οι αμφιβολίες μου, και έπρεπε σε κάποιον να μιλήσω, έγραψα στον κο Μπέλλ – τον θυμάσαι τον κο Μπέλλ, Μάργκαρετ;»
«Όχι. Δεν νομίζω να τον έχω δει ποτέ. Αλλά ξέρω ότι είναι ο νονός του Φρέντερικ – ο παλιός καθηγητής σου στην Οξφόρδη, έτσι δεν είναι;»
«Ακριβώς. Είναι μέλος του Πλύμουθ Κόλετζ, εκεί. Νομίζω πως κατάγεται από το Μίλτον.  Όπως και να’χει είναι κύριος ακίνητης περιουσίας εκεί, η οποία απέκτησε μεγάλη αξία από τότε που το Μίλτον  έγινε μεγάλη βιομηχανική περιοχή. Είχα λόγους να υποπτεύομαι – να φαντάζομαι- ότι δεν θα έπρεπε να αναφέρω τίποτα. Αλλά ήμουν σίγουρος ότι ο κος Μπέλλ θα έδειχνε κατανόηση. Δεν ξέρω πως κατάφερε να με ενθαρρύνει τόσο.  Έζησε μια άνετη ζωή στο κολλέγιο, όλα του τα χρόνια. Εντούτοις μου έδειξε μεγάλη καλοσύνη. Σε αυτόν οφείλουμε το ότι πηγαίνουμε στο Μίλτον.»
«Με ποιόν τρόπο;» είπεη Μάργκαρετ.
«Μα, έχει μισθωτές και ακίνητα, και εργοστάσια στο Μίλτον. Έτσι, αν και δεν του αρέσει το μέρος – υπερβολικά θορυβώδες για τον τρόπο ζωής του- είναι υποχρεωμένος να διατηρεί μια επικοινωνία και εξ όσων μου λέει, πρόκειται για έναν επαρκή χώρο εργασίας για έναν οικοδιδάσκαλο.»
«Οικοδιδάσκαλος!» είπε η Μάργκαρετ απαξιωτικά « Τι στο καλό χρειάζεται ένας βιοτέχνης τους κλασσικούς ή τη λογοτεχνία ή γενικότερα την μορφωση που λαμβάνει ένας τζέντλεμαν;»
«Ω, μα ορισμένοι από αυτούς ,» είπε ο πατέρας της «φαίνονται να είναι πραγματικά αξιόλογοι άνθρωποι, με πλήρη συνείδηση των εκπαιδευτικών τους ελλείψεων, πράγμα που δεν μπορώ να πω για αρκετούς από τους Οξφορδιανούς. Κάποιοι είναι αποφασισμένοι να μορφωθούν καίτοι έχουν προ πολλού ενηλικιωθεί. Άλλοι, επιθυμούν  να έχουν τα παιδιά τους την παιδεία  που δεν είχαν οι ίδιοι. Όπως και να’χει, υπάρχει ένας καλός χώρος εργασίας για έναν οικοδιδάσκαλο. Ο κος Μπέλλ με συνέστησε σε έναν μισθωτή του,  κάποιον κο Θόρντον - ιδιαιτέρως ευφυή άνδρα καθόσον μπορώ να κρίνω από τα γράμματά του. Και, Μάργκαρετ, στο Μίλτον θα  έχω μια ζωή πολυάσχολη, αν  όχι ευτυχισμένη, εν τούτοις οι άνθρωποι και οι παραστάσεις θα είναι τόσο διαφορετικές που δεν θα μου θυμίζουν το Χέλστοουν.»
Η Μάργκαρετ διαισθάνθηκε ότι υπήρχε και κάποιο κρυφό κίνητρο. Όλα θα ήταν διαφορετικά. Χαώδες καθώς ήταν – και η αλήθεια είναι ότι τής είχε δημιουργηθεί μια αντιπάθεια από αυτά που είχε ακούσει για τη Βόρεια Αγγλία, τους βιοτέχνες, τους ανθρώπους, το άγριο και ζοφερό τοπίο- τουλάχιστον είχε ένα καλό: ήταν τελείως διαφορετικό από το Χέλστοουν και δεν θα τους θύμιζε καθόλου τον αγαπημένο τους τόπο.
«Πότε φεύγουμε;» ρώτησε η Μάργκαρετ μετά από μια σύντομη σιωπή.
«Δεν ξέρω  ακριβώς. Ήθελα να το συζητήσω μαζί σου. Βλέπεις, η μητέρα σου ακόμα δεν ξέρει τίποτα  - αλλά νομίζω σε δυο εβδομάδες. Αφού υπογραφή η Πράξις Παραιτήσεώς μου δεν έχω δικαίωμα να παραμείνω.»
Η Μάργκαρετ έμεινε άναυδη.
«Σε δυο εβδομάδες!»
« Όχι και  με την ακρίβεια ημέρας! Τίποτα δεν είναι ακόμα οριστικό...» είπε ο πατέρας της ανήσυχα και με κάποιο δισταγμό, βλέποντας  την  θλίψη που σκέπαζε το βλέμμα της και  την  ταραχή που φανέρωνε το πρόσωπό  της. Αλλά εκείνη πίεσε  αμέσως τον εαυτό της να συνέλθει.
« Καημένη Μαρία!» είπε ο κος Χέηλ τρυφερά «Καημένη μου, Μαρία! Ω, αν δεν είμαστε παντρεμένοι – αν ήμουν  μόνος στον κόσμο, πόσο πιο εύκολο θα ήταν! Όμως, έτσι  όπως έχει η η κατάσταση – Μάργκαρετ, δεν τολμώ  να της μιλήσω!»
«Όχι,» είπε η Μάργκαρετ λυπημένα, « θα της μιλήσω εγώ. Δώσε μου χρόνο μέχρι αύριο το βράδυ να βρώ την κατάλληλη ευκαρία. Αχ, πατέρα,» ξέσπασε ξαφνικά εκλιπαρώντας με πάθος « σε παρακαλώ, πες μου ότι  είναι ένας εφιάλτης, ένα τρομακτικό όνειρο , ότι δεν το ζω αυτό πραγματικά!  Δεν μπορεί στ αλήθεια να θέλεις να φύγεις από την Εκκλησία – να εγκαταλείψεις το Χέλστοουν- να χωριστείς για πάντα από εμένα, την μητέρα, ακολουθώντας μια πλάνη, έναν πειρασμό! Δεν μπορεί να το εννοείς στ’ αλήθεια!»
Ο κος Χέηλ στεκόταν παγερά ακίνητος καθώς του μιλούσε.
Έπειτα, την κύτταξε στα μάτια και είπε με σιγανή, βραχνή και μετρημένη φωνή.
« Μάργκαρετ, το εννοώ. Μην ξεγελάς τον εαυτό σου αμφιβάλλοντας για την αλήθεια των λόγων μου, των προθέσεών μου και των ειλημμένων αποφάσεών μου .» Έμεινε να την κυττάει με το ίδιο σταθερό, πετρωμένο βλέμμα για αρκετή ώρα. Το ίδιο και εκείνη, ανταπέδιδε το βλέμμα του με μάτια γεμάτα παράκληση, πριν πάρει απόφαση ότι όλα ήταν αμετάκλητα. Έπειτα, σηκώθηκε, και χωρίς να πει άλλη λέξη κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Καθώς άπλωνε το χέρι της στο πόμολο, άκουσε τον πατέρα της να την φωνάζει. Στεκόταν δίπλα στο τζάκι σκυφτός και μαζεμένος. Καθώς όμως τον πλησίασε, όρθωσε το ανάστημά του και θέτοντας τα χέρια του στο κεφάλι της, της είπε με σοβαρότητα:
« Η ευλογία του Κυρίου μαζί σου, παιδί μου!»
««Μάλιστα,» απάντησε  εκείνη και επέστρεψε στο καθιστικό ζαλισμένη και σε σύγχυση.

Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2012

Κεφάλαιο III " Σπεύδε βραδέως"



ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ
ΣΠΕΥΔΕ ΒΡΑΔΕΩΣ
“ Learn to win a lady’s faith
Nobly, as the thing is high;
Bravely as for life and death-
With a royal gravity.
Lead her from the festive boards,
Point her to the starry skies,
Guard her, by your trustful words,
Pure from courtship’s flatteries.”
MRS BROWNING
“ Ο κος Χένρυ Λέννοξ”. Μόλις προ ολίγου, η Μάργκαρετ, τον είχε φέρει στη σκέψη της. Είχε θυμηθεί τις εξεταστικές του ερωτήσεις σχετικά με το ποιες ήταν οι ασχολίες της στο πατρικό της. Ήταν όπως λένε οι Γάλλοι “ Να μιλάς για τον ήλιο και ευθύς να ξεπροβάλλουν οι ακτίνες του”. Πραγματικά, σαν να έλαμψε ο ήλιος στο πρόσωπο της Μάργκαρετ καθώς άφησε κάτω τον καμβά της και πήγε να τον καλωσορίσει δια χειραψίας. “ Σάρα – ειδοποίησε τη μαμά”, είπε.
“ Η μαμά κι εγώ θέλουμε να σας ρωτήσουμε τόσα πράγματα σχετικά με την Ήντιθ. Σας είμαι βαθιά υποχρεωμένη που μας επισκεφτήκατε”.
“ Μα, δεν σας το είχα πεί ότι θα ερχόμουν;» της είπε χαμηλώνοντας την φωνή του.

“ Είχα ακούσει πως βρισκόσασταν στα Χάϊλαντς, δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα ερχόσασταν στο Χέλστοουν”.
“ Α” είπε πιο ανάλαφρα, “ το νιόπαντρο ζευγάρι μας έκανε τέτοια παιδιαρίσματα, τέτοιες τρέλες- ανέβαιναν β
ουνά, σαλπάρανε σε λίμνες- που σκέφτηκα ότι είχανε ανάγκη από έναν σώφρονα επιτηρητή να τους προσέχει. Και όντως, είχαν ξεφύγει εντελώς από τον έλεγχο του θείου μου και φρόντιζαν να τον κρατάνε σε κατάσταση πανικού τον καημένο τον γέρο άνθρωπο, επί δεκαέξι ώρες την ημέρα”. Τωόντι, μόλις είδα πόσο λίγο μπορούσε κανείς να τους έχει εμπιστοσύνη, θεώρησα καθήκον μου να μην τους χάσω από τα μάτια μου μέχρι και την ώρα που απέπλευσαν από το Πλύμουθ.
“ Πήγατε στο Πλύμουθ; Ω, η Ήντιθ δεν μου το ανέφερε. Τα τελευταία της γράμματα ήταν τόσο βιαστικά. Φύγανε όντως την Τρίτη;»
“ Απέπλευσαν και με απάλλαξαν από μεγάλες έννοιες. Η Ήντιθ μου έδωσε ένα σωρό παραγγελίες για εσάς. Νομίζω πως κάπου εδώ έχω ένα τόσο δα μικροσκοπικό σημείωμα….Ναι….Ιδού!”
“ Ω, σας ευχαριστώ” αναφώνησε η Μάργκαρετ και θέλοντας να το διαβάσει κατ’ ιδίαν, ζήτησε την άδεια να πάει να ειδοποιήσει την μητέρα της (Σίγουρα, κάποιο λάθος θα είχε κάνει η Σάρα) ότι ο κος Λέννοξ βρισκόταν στο σπίτι.
Μόλις έφυγε, αυτός άρχισε να κυττάζει γύρω του εξεταστικά. Το μικρό σαλονάκι αναδεικνυόταν με τον καλύτερο τρόπο στο πρωϊνό φως του ήλιου. Ρόδα και αγιόκλημα σκαρφάλωναν από το ανοιχτό παράθυρο. Το μικρό παρτέρι ήταν υπέροχο με τα ζωηρόχρωμα γεράνια και τις λουίζες. Τα λαμπερά χρώματα της φύσης όμως, έκαναν το εσωτερικό να μοιάζει φτωχό και ξεθωριασμένο. Το χαλί πολύ απείχε από το να θεωρείται καινούριο, τα κρετόν ήταν ξεβαμμένα, όλο το ενδιαίτημα ήταν μικρότερο και φτωχότερο από αυτό που ο ίδιος θεωρούσε εφάμιλλο της αρχοντιάς της Μάργκαρετ. Πήρε ένα από τα βιβλία που βρίσκονταν στο τραπεζάκι.
Ήταν “ O Παράδεισος” του Δάντη, με αυθεντικό παλαιό δέσιμο, χρυσό και λευκό. Δίπλα βρισκόταν ένα λεξικό και κάποιες λέξεις αντιγραμμένες με τον γραφικό χαρακτήρα της Μάργκαρετ. Ήταν μια απλή σειρά από λέξεις αλλά για κάποιο λόγο του άρεσε να τις κυττάει. Τις ακούμπησε κάτω αναστενάζοντας. “ Προφανώς το εισόδημά τους είναι ελάχιστο, όπως ακριβώς μου ανέφερε. Περίεργο, μια και οι Μπέρεσφορντ ανήκουν στις καλές οικογένειες”.
Η Μάργκαρετ στο μεταξύ είχε βρει την μητέρα της. Για την κα Χέηλ, ήταν μια από εκείνες τις ημέρες που τα πάντα την δυσκόλευαν και την κούραζαν υπερβολικά και η ξαφνική άφιξη του κου Λέννοξ δεν βελτίωσε την διάθεσή της αν και ενδόμυχα θεωρούσε κολακευτικό το ότι τους είχε κρίνει άξιους να τους επισκεφθεί.
“Τι ατυχία! Σήμερα δειπνούμε νωρίς μόνο με κρύο κρέας, έτσι ώστε οι υπηρέτες να έχουν το χρόνο να ασχοληθούν με το σιδέρωμα. Εν τούτοις επιβάλλεται να τον κρατήσουμε για δείπνο μια και είναι ο κουνιάδος της Ήντιθ. Κι ο πατέρας σου για κάποιο λόγο τον οποίο αγνοώ, δεν έχει πολύ καλή διάθεση σήμερα. Μόλις τώρα πήγα στο γραφείο του και τον βρήκα να κάθεται κρύβοντας το πρόσωπό του στα χέρια του. Του είπα πως κατά τη γνώμη μου το κλίμα του Χέλστοουν δεν κάνει καλό ούτε στον ίδιο και αίφνης, εκείνος σήκωσε το κεφάλι του εκλιπαρώντας με να μην ξαναμιλήσω για το Χελστοουν – του ήταν αφόρητο και πως αν υπήρχε ένα μέρος που αγαπούσε αυτό ήταν το Χέλστοουν. Όμως είμαι βέβαιη, φταίει το υγρό κλίμα.”
Η Μάργκαρετ αισθάνθηκε σαν να μπήκε ένα λεπτό παγωμένο σύννεφο ανάμεσα σ’αυτήν και στον ήλιο. Είχε ακούσει υπομονετικά την μητέρα της ελπίζοντας ότι το ξέσπασμά της θα της πρόσφερε κάποια ανακούφιση αλλά τώρα ήταν ώρα να φέρει πάλι το θέμα στον κο Λέννοξ.
“ Ο μπαμπάς συμπαθεί τον κο Λέννοξ. Τα πήγαν θαυμάσια οι δυό τους στην γαμήλια δεξίωση. Τολμώ να πω ότι θα του κάνει καλό η άφιξή του. Και μην ανησυχείς για το δείπνο, καλή μου μητέρα. Το κρύο κρέας είναι πολύ ταιριαστό για μεσημεριανό, κάτι το οποίο είναι σίγουρο ότι θα θεωρήσει ο κος Λέννοξ ένα δείπνο που σερβίρεται στις δύο μετά μεσημβρίας.”
“ Μα πώς θα τον απασχολήσουμε μέχρι τότε; Είναι ακόμα δέκα και μισή”.
“ Θα του ζητήσω να έρθει μαζί μου να ζωγραφίσουμε. Ξέρω πως ζωγραφίζει και έτσι δεν θα τον έχεις στα πόδια σου, μαμά. Όμως, σε παρακαλώ , πάμε – θα το θεωρήσει περίεργο αν δεν έρθεις.”
........................................................................................................................................
Ενθουσιάστηκε με την ιδέα της Μάργκαρετ να ζωγραφίσουν στην ύπαιθρο και όχι, για τίποτα στον κόσμο δεν θα ενοχλούσε τον κο Χέηλ, αφού μάλιστα θα τον συναντούσε τόσο σύντομα στο δείπνο. Η Μάργκαρετ του έφερε τα σύνεργά της της ζωγραφικής για να διαλέξει και αφού επέλεξαν με την δέουσα προσοχή χαρτιά και πινέλα, οι δυο τους ανεχώρησαν με την πιο εύθυμη των διαθέσεων.
“ Σταματήστε σας παρακαλώ ένα- δυο λεπτά, εδώ” είπε η Μάργκαρετ. “ Αυτές είναι οι αγροικίες που σε όλη την διάρκεια των βροχών μετάνοιωνα που δεν τις είχα απαθανατίσει”.
“ Πριν καταρρεύσουν και εξαφανιστούν. Αλήθεια, αν πρέπει να απαθανατιστούν – και είναι πράγματι πολύ γραφικές- καλύτερα να μην το αναβάλλουμε για τον επόμενο χρόνο. Αλλά πού μπορούμε να καθήσουμε;”
“ A, καλύτερα να είχατε έρθει κατευθείαν εδώ μετά την τέλεση του γάμου αντί να πάτε στα Χάιλαντς। Κυττάξτε αυτόν τον κομμένο κορμό δέντρου που οι ξυλοκόποι φαίνεται να τον έχουν αφήσει σε θέση με ιδανικό φωτισμό ! Θα ρίξω επάνω την εσάρπα μου και θα τον μετατρέψω σε αυθεντικό θρόνο του δάσους”!
“ Και με τα πόδια σας σ’ αυτά τα λασπόνερα ως βασιλικό υποπόδιο! Περιμένετε, θα μετακινηθώ και μπορείτε να έρθετε πιο κοντά προς το μέρος μου। Ποιοί μένουν σ’ αυτές τις αγροικίες; ”
“ Τις έχτισαν κάποιοι καταπατητές πριν από πενήντα ή εξήντα χρόνια. Η μία είναι ακατοίκητη. Οι δασοφύλακες θα την κατεδαφίσουν όταν πεθάνει ο καημένος ο γέροντας που μένει στην διπλανή. Κυττάξτε- να τος!- πρέπει να πάω να του μιλήσω. Είναι τόσο βαρήκοος που θα ακούσετε όλα τα μυστικά μας”.
Ο γέροντας, μπροστά στο καλυβι του, στεκόταν ξεσκούφωτος στον ήλιο ακουμπώντας στο μπαστούνι του। Τα αδρά του χαρακτηριστικά φάνηκαν να μαλακώνουν μόλις η Μάργκαρετ πλησίασε και του μίλησε। Ο κος Λέννοξ βιάστηκε να σκιτσάρει τις δύο φιγούρες στο σχέδιότου και τις πλαισίωσε ζωγραφίζοντας τα χαρακτηριστικά του τοπίου. Η Μάργκαρετ το αντιλήφθηκε αυτό αργότερα, όταν είχαν τελειώσει τα σχέδιά τους και αφού μάζεψαν ακουαρέλλες και χαρτιά, έδειξαν ο ένας στον άλλο τα έργα τους. Γέλασε και κοκκίνησε. Ο κος Λέννοξ την παρακολουθούσε προσεχτικά.
“Ε, λοιπόν, εγώ αυτό το λέω πανουργία” του είπε. “ Δεν κατάλαβα ότι είχατε σκοπό να κάνετε εμένα και τον γερο- Ισαάκ μοντέλα, όταν μου ζητήσατε να τον ρωτήσω την ιστορία των καλυβιών.”
“ Ήταν αδύνατον να συγκρατηθώ. Δεν μπορείτε να διαννοηθείτε τι είδους πειρασμός ήταν. Τολμώ να πω πως το σχέδιο αυτό θα είναι από τα αγαπημένα μου”.
Δεν ήταν σίγουρος αν εκείνη άκουσε την τελευταία του πρόταση καθώς απομακρυνόταν για να πλύνει την παλέτα της στο ρυάκι. Ήρθε πίσω αναψοκοκκινισμένη αλλά με μια έκφραση αθωότητας και άγνοιας. Χάρηκε γιατί τα λόγια εκείνα είχαν ξεγλιστρήσει άθελά του- πράγμα σπάνιο για έναν άνδρα όπως ο Χένρυ Λέννοξ, που σκεφτόταν και μετρούσε την κάθε του πράξη.
Η όψη του σπιτού ήταν καθώς πρέπει και φωτεινή όταν έφτασαν. Το συννεφιασμένο βλέμμα της μητέρας της είχε ξαστερώσει υπό την ευμενή επίδραση μιας πιατέλας με κυπρίνους που πάνω στην ώρα είχε φέρει ένας γείτονας. Ο κος Χέηλ είχε επιστρέψει από τον πρωινό του γύρο στους ενορίτες του και ανέμενε τον επισκέπτη του έξω ακριβώς από το πορτόνι που οδηγούσε στον κήπο. Έδειχνε ένας τέλειος τζεντλεμαν παρά το φτωχικό του πανωφόρι και το μάλλον φθαρμένο καπέλο του. Η Μάργκαρετ καμάρωνε για τον πατέρα της. Κάθε φορά ένοιωθε μια καινούρια τρυφερή περηφάνια με το πόσο εντυπωσίαζε και κέρδιζε τους ξένους. Παρ’ όλ’ αυτά η κοφτερή ματιά της εντόπισε στο πρόσωπό του ίχνη από κάποια ασυνήθιστη ταραχή, η οποία παρ’ότι είχε μπεί στο περιθώριο, εντούτοις δεν είχε ολοκληρωτικά εκλείψει.
Ο κος Χέηλ ζήτησε να δεί τα σχέδιά τους.
“ Νομίζω πως έκανες τα χρώματα στην αχυροσκεπή πολύ σκοτεινά, δεν νομίζεις;” Είπε καθώς επέστρεφε στην Μάργκαρετ το σχέδιό της και έτεινε το χέρι να πάρει αυτό του κου Λέννοξ το οποίο δεν κράτησε παραπάνω από ένα λεπτό.
“ Όχι, μπαμπά! Δεν νομίζω. Τα άχυρα και οι πέτρες σκουρύναν με την βροχή. Μοιάζει, δεν μοιάζει μπαμπά;” ρώτησε κυττάζοντας πάνω από τον ώμο του τις δύο φιγούρες στο σχέδιο του κου Λέννοξ.
“ Ναι, μοιάζει πολύ। Η δική σου φιγούρα και στάση έχουν αποδοθεί εξαιρετικά। Και ο καημένος ο γέρο- Ισαάκ έτσι ακριβώς δύσκαμπτος σκύβει εξαιτίας των ρευματισμών στην πλάτη του। Τι είναι αυτό που κρέμεται από το κλαδί του δέντρου। Όχι βέβαια φωλιά πουλιού।”
“ Α, όχι। Είναι το μπονέ μου। Δεν μπορώ να ζωγραφίσω φορώντας το. Το κεφάλι μου ζεσταίνεται πολύ. Αναρωτιέμαι αν μπορώ να ζωγραφίσω φιγούρες. Υπάρχουν τόσοι πολύ άνθρωποι εδώ γύρω τους οποίους θα ήθελα να ζωγραφίσω.”
«Θα έλεγα πως όταν κανείς επιθυμεί πολύ να απεικονίσει κάτι με πιστότητα τότε πάντα το καταφέρνει.» είπε ο κος Λέννοξ. Πιστεύω στην δύναμη της θέλησης. Νομίζω ότι προσωπικά τα κατάφερα πολύ καλά στη δική σας απεικόνιση.»
Ο κος Χέηλ προηγήθηκε στο σπίτι ενώ η Μάργκαρετ τριγύρισε για λίγο να μαζέψει λίγα τριαντάφυλλα για να κοσμήσει το καλό της φόρεμα που θα φορούσε στο δείπνο.
«Ένα συνηθισμένο κορίτσι του Λονδίνου θα αντιλαμβανόταν αμέσως το υπονοούμενο πίσω από το σχόλιό μου,» σκέφτηκε ο κος Λέννοξ. «Θα παρατηρούσε ενδελεχώς κάθε λέξη που θα της απεύθυνε ένας νεαρός με την κρυφή ελπίδα κάποιου κοπλιμέντου. Όμως η Μάργκαρετ δεν πιστεύω – Περίμενε!» της φώναξε. «Άσε με να σε βοηθήσω.» και της μάζεψε μερικά βελούδινα κρέμ τριαντάφυλλα τα οποία εκείνη δεν μπορούσε να φτάσει και έπειτα ξεχωρίζοντας τους μίσχους έβαλε δύο στην μπουτονιέρα του και έστειλε την Μάργκαρετ χαρούμενη και χαμογελαστή στο σπίτι να τα τακτοποιήσει.
Η συζήτηση κύλησε ομαλά και ευχάριστα κατά τη διάρκεια του δείπνου. Υπήρξαν πολλές ερωτήσεις και από τα δύο μέρη,για τα τελευταία νέα που μπορούσε να τους μεταφέρει σχετικά με την διαμονή της κας Σω στην Ιταλία, και υπό το ενδιαφέρον της συζήτησης, η απροσποίητη συμπεριφορά της οικογένειας στο πρεσβυτέριο αλλά κυρίως η συντροφιά της Μάργκαρετ, έκανε τον κο Λέννοξ να ξεχάσει την απογοήτευση που είχε αρχικά αισθανθεί όταν είχε δει να επαληθεύονται τα λόγια της Μάργκαρετ σχετικά με την περιορισμένη οικονομική δυνατότητα του πατέρα της.
« Μάργκαρετ, παιδί μου, θα μπορούσες να είχες μαζέψει μερικά αχλάδια για το επιδόρπιό μας» είπε ο κος Χέηλ, καθώς προσέφερε φιλόξενα την πολυτέλεια μιας φρεσκοανοιγμένης φιάλης κρασιού.

Η κα Χέηλ έσπευσε αμέσως। Φαινόταν σαν το επιδόρπιο να ήταν κάτι το ασυνήθιστο στο πρεσβυτέριο, αλλά αν ο κος Χέηλ είχε κάνει τον κόπο να κυττάξει καλύτερα, θα έβλεπε πως πίσω του υπήρχαν μπισκότα και μαρμελάδα όλα τοποθετημένα ευπρεπώς πάνω στο μπουφέ। Αλλά καθώς φαίνεται, τα αχλάδια και μόνον αυτά είχαν καρφωθεί για τα καλά στο μυαλό του κου Χέηλ। « Υπάρχουν λίγα κρυστάλια στον τοίχο κατά τον νοτιά που ξεπερνούν σε νοστιμιά κάθε εξωτικό φρούτο και λιχουδιά। Τρέξε να φέρεις μερικά।»


Η Μάργκαρετ και ο κος Λέννοξ σεργιάνισαν στο μικρό ταρατσάκι δίπλα στο τοίχο κατά το νοτιά, εκεί όπου βούιζαν ακόμα οι μέλισσες και πηγαινοέρχονταν ακάματες στις κυψέλες τους.
« Τι πλήρης που είναι η ζωή σου εδώ! Πάντα ένοιωθα ένα είδος συγκατάβασης για τους ποιητές που εύχονταν 
«Ένα μικρό σπιτάκι πλάι στο λόφο να ‘χα» και τα παρόμοια αλλά φοβάμαι πως η πικρή αλήθεια είναι πως δεν ήμουν τίποτα άλλο παρά ένας αστός. Τώρα δα, νομίζω πως είκοσι χρόνια νομικών σπουδών ωχριούν μπροστά στην γαλήνη που μπορεί να δώσει ένας χρόνος ήρεμης ζωής σαν κι αυτής δώ… τούτος ο ουρανός!» έκανε αναθωρρώντας- « τέτοιες κεχριμπαρένιες και άλικες φυλλωσιές, τέτοια απόλυτη ακινησία σαν κι αυτή!» κι έδειξε προς την μεριά κάποιων μεγάλων δέντρων του δάσους που είχαν τρυπώσει στον κήπο σαν σε φωλιά.
« Παρακαλώ, πρέπει να λάβετε υπόψιν σας ότι ο ουρανός εδώ δεν έχει πάντα αυτό το βαθύ γαλάζιο χρώμα. Βρέχει συχνά και τα φύλλα πέφτουν και σαπίζουν – παρόλο που κατά τη γνώμη μου το Χέλστοουν δεν είναι κατώτερο από άλλα μέρη του κόσμου. Θυμηθείτε ότι με περιγελάσατε για την περιγραφή που σας έδωσα εκείνο το βράδυ στην Χάρλευ Στρήτ:
‘ένα γραφικό χωριουδάκι’ .”
“ Σας περιγέλασα, Μάργκαρετ;! Αυτό είναι μια μάλλον σκληρή έκφραση.»

«Ίσως….αυτό που ξέρω εγώ είναι ότι ήθελα να σας μιλήσω για κάτι το οποίο είχα στην καρδιά μ ου εκείνη την στιγμή και εσείς – πώς μπορώ να το θέσω διαφορετικά- μιλήσατε υποτιμητικά για το Χέλστοουν θεωρώντας το απλώς σαν ένα γραφικό χωριουδάκι.
«Δεν πρόκειται να το επαναλάβω» της είπε με θέρμη. Έστριψαν στην αλέα.
«Μάργκαρετ, σχεδόν θα ήθελα…» - σταμάτησε διστακτικός. Ήταν τόσο παράξενο να διστάζει αυτός, ο συνήθως εύγλωττος δικηγόρος που η Μάργκαρετ σήκωσε το βλέμμα της και τον κύτταξε ερωτηματικά αλλά αμέσως κάτι πάνω του- δεν ήξερε να πεί τι ακριβώς- την έκανε να θέλει να βρίσκεται με την μητέρα της, τον πατέρα της , γενικά οπουδήποτε αλλού παρά μαζί του, γιατί ήταν σίγουρη ότι ετοιμαζόταν να της πεί κάτι στο οποίο εκείνη δεν ήξερε τι να απαντήσει. Στο επόμενο λεπτό το ισχυρό της αίσθημα υπερηφάνειας υπερνίκησε την στιγμιαία αμηχανία, την οποία ήλπιζε να μην είχε αντιληφθεί εκείνος. Φυσικά και μπορούσε να του απαντήσει και να του απαντήσει καταλλήλως μάλιστα- και ήταν τόσο λίγο και κατακριτέο εκ μέρους της να φοβάται το άκουσμα οποιωνδήποτε λόγων λες και δεν είχε την δύναμη να δώσει ένα τέλος σε αυτό σαν αξιοπρεπής κοπέλα.
«Μάργκαρετ» της είπε αιφνιδιάζοντάς την και πιάνοντάς την ξαφνικά από το χέρι, έτσι που αναγκάστηκε να μείνει ακίνητη και να ακούσει μισώντας τον εαυτό της για το φτερούγισμα που έκανε εκείνη την στιγμή η καρδιά της। «Μάργκαρετ, μακάρι να μην αγαπούσες τόσο πολύ το Χέλστοουν – να μην ήσουν τόσο απόλυτα ήρεμη και ευτυχισμένη εδώ। Ήλπιζα ότι αυτούς τους τρείς μήνες θα σου έλειπαν λιγάκι το Λονδίνο , και οι φίλοι σου από το Λονδίνο,ότι θα σου έλειπαν αρκετά έτσι ώστε να ακούσεις με μεγαλύτερη ευμένεια» (γιατί εκείνη προσπαθούσε ήσυχα αλλά σταθερά να αποτραβήξει το χέρι της) «κάποιον που δεν έχει πολλά να σου προσφέρει, είναι αλήθεια- τίποτα εκτός από ένα μέλλον με προοπτικές – αλλά που παρόλα αυτά σε αγαπάει, Μάργκαρετ, σχεδόν παρά την θέλησή του.»
« Μάργκαρετ, μήπως σε ξάφνιασα υπερβολικά; Μίλησέ μου!» της είπε γιατί είδε πως τα χείλη της έτρεμαν σαν να ήταν έτοιμη να κλάψει. Εκείνη έβαλε τα δυνατά της να δείξει αυτοκυριαρχία και να μιλήσει με φωνή σταθερή . Του είπε « Όντως ξαφνιάστηκα. Δεν είχα ιδέα ότι τρέφατε τέτοιου είδους αισθήματα απέναντί μου. Πάντα σας έβλεπα ως φίλο, και παρακαλώ επιτρέψτε μου να σας θεωρώ έτσι ακόμα. Δεν μου αρέσει να μου μιλούν έτσι όπως μου μιλήσατε μόλις . Δεν μπορώ να σας δώσω την απάντηση που επιθυμείτε εντούτοις θα λυπηθώ πολύ αν σας έκανα να θυμώσετε.»
«Μάργκαρετ», της είπε κυττάζοντάς τη στα μάτια που του ανταπέδωσαν ένα βλέμμα ευθύ ειλικρινές γεμάτο απεριόριστη εμπιστοσύνη και απρόθυμο στο να προκαλέσει πόνο. «Μήπως» -ήταν έτοιμος να πεί- «αγαπάς κάποιον άλλον;» Αλλά αυτή η ερώτηση θα ηχούσε ως προσβολή στην απόλυτη γαλήνη εκείνου του βλέμματος. « Συγχώρεσέ με. Βιάστηκα πολύ- και τιμωρούμαι. Μόνο, άφησέ με να ελπίζω. Μόνο να ελπίζω. Δώσ’μου μια ελάχιστη παρηγοριά λέγοντάς μου ότι δεν συνάντησες ποτέ κάποιον τον οποίον μπορούσες να..» Παύση ξανά. Δεν μπορούσε να ολοκληρώσει την φράση του. Η Μάργκαρετ αισθανόταν υπόλογη για την ολοφάνερη αγωνία του.
«Αχ, μακάρι να μην είχατε ποτέ βάλει αυτή την ιδέα στο μυαλό σας. Ήταν τόσο όμορφο να σας σκέφτομαι σαν φίλο.»
«Όμως μπορώ να ελπίζω – έτσι δεν είναι, Μάργκαρετ;- ότι κάποια μέρα θα μπορέσετε να με δείτε ως εραστή; Βεβαίως, όχι ακόμα, το καταλαβαίνω, δεν υπάρχει βιασύνη, αλλά ίσως κάποια στιγμή…»
Εκείνη έμεινε σιωπηλή για λίγο, προσπαθώντας να ανακαλύψει τι πραγματικά αισθανόταν μέσα της πριν αποκριθεί, κι έπειτα είπε: «Δεν σας είδα ποτέ παρά μόνο σαν φίλο. Μου άρεσε να σας θεωρώ φίλο μου αλλά είμαι σίγουρη πως δεν θα σας δώ ποτέ διαφορετικά. Σας παρακαλώ, ας ξεχάσουμε όλη αυτή την («δυσάρεστη» - ήταν έτοιμη να πεί, αλλά σταμάτησε απότομα) συζήτηση.»
Εκείνος, σώπασε για λίγο. Έπειτα, με το συνηθισμένο ψύχραιμο ύφος του, αποκρίθηκε:
«Βεβαίως, μια και τα συναισθήματά σας είναι δεδομένα και εφόσον αυτή η συζήτηση σας είναι φανερό ότι σας δυσαρεστεί, καλύτερα να την ξεχάσουμε. Θεωρητικώς είναι καλύτερα να ξεχνά κανείς ό,τι του προκαλεί πόνο, μολονότι , εγώ τουλάχιστον θα δυσκολευτώ να το πράξω.»
«Είναι φανερό πως σας πίκρανα.» είπε θλιμμένα. « Μπορώ να κάνω κάτι ;»
Ήταν πράγματι τόσο λυπημένη καθώς το έλεγε, που εκείνος αφού για λίγο πάλεψε με την μεγάλη απογοήτευσή του, απάντησε περισσότερο εύθυμα αλλά έχοντας ακόμα μια μικρή δόση αιχμηρότητας στο ύφος του:
«Μάργκαρετ, θα χρειαστεί να επανορθώσεις όχι μόνο επειδή προσέβαλλες έναν θαυμαστή αλλά και έναν άνδρα που γενικά δεν είναι επιρρεπής στα ειδύλλια – συνετό, ακόμα και κοσμικό όπως με αποκαλούν ορισμένοι- που όμως αφέθηκε να παρασυρθεί έξω από τις συνήθειές του από την δύναμη του πάθους – δεν θα μιλήσουμε στο εξής γι αυτό αλλά την μοναδική φορά που έδωσε διέξοδο στα βαθύτερα και αγνότερα αισθήματά του συνάντησε την απόρριψη και την απώθηση. Θα πρέπει να παρηγορηθώ περιφρονώντας τον εαυτό μου γι αυτήν την τρέλα. Ένα ορκισμένο γεροντοπαλίκαρο να σκέφτεται τον γάμο!»
.........................................................................
Εκείνος ανυπομονούσε να αναχωρήσει όσο κι εκείνη να τον δεί να φεύγει, αλλά μια ολιγόλεπτη χαλαρή συζήτηση όσο κι αν του κόστιζε ήταν το λιγότερο που θα μπορούσε να κάνει για να ανακουφίσει την πληγωμένη του ματαιοδοξία και τον αυτοσεβασμό. Κάθε τόσο έριχνε κλεφτές ματιές στο λυπημένο και σκεφτικό της πρόσωπο. «Δεν της είμαι τόσο αδιάφορος όσο νομίζει» είπε μέσα του «δεν θα σταματήσω να ελπίζω.»
Πριν περάσει ένα τέταρτο της ώρας, ο τόνος του έγινε ελαφρά σαρκαστικός - μιλούσε για την ζωή στο Λονδίνο και την ζωή στην εξοχή σαν να κορόιδευε ο ίδιος τον εαυτό του και να φοβόταν το σκωπτικό του ύφος. Ο κος Χέηλ τα είχε χάσει. Ο επισκέπτης του έμοιαζε τόσο διαφορετικός και από τότε που τον είχε δεί την ημέρα του γάμου αλλά και από το δείπνο εκείνης της ίδιας μόλις μέρας. Έμοιαζε πιο επιπόλαιος, επιτήδειος και κοσμικός επομένως ο κος Χέηλ τον εύρισκε λιγότερο του γούστου του. Ήταν μια ανακούφιση και για τους τρείς όταν ο κος Λέννοξ είπε πως θα έπρεπε να αναχωρήσει πάραυτα αν ήθελε να προλάβει το τραίνο των πέντε. Προχώρησαν προς το σπίτι για να αποχαιρετήσει την κα Χέηλ.
Την τελευταία στιγμή τα αληθινά συναισθήματα του κου Λέννοξ ξαναβγήκαν στην επιφάνεια. «Μάργκαρετ, μην με περιφρονείς. Παρά το ότι τα λόγια μου δεν ωφέλησαν σε τίποτα, τα συναισθήματά μου είναι αληθινά. Και αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι μετά από την απαξίωση με την οποία με άκουσες την τελευταία μισή ώρα νομίζω ότι όχι μόνο δεν σε μισώ αλλά σε αγαπώ περισσότερο. Αντίο, Μάργκαρετ ….Μάργκαρετ!»





Κεφάλαιο II: " Ρόδα και Αγκάθια "


Κεφάλαιο ΙΙ
Ρόδα και αγκάθια


“By the stoft green light in the woody glade
On the banks of moss where thy childhood played;
By the household tree, thro’ which thine eye
First looked in love to the summer sky.”


" Λάμψη πράσινη απαλή ‘ κεί στο ξέφωτο του δάσους
Και στις όχθες που παιδί κυνηγούσες τα όνειρά σου

Πλάι στο δέντρο της αυλής του σπιτιού του πατρικού σου

Σαν πρωτάνοιξες τα
μάτια στην αγάπη τ’ ουρανού σου। "

Η Μάργκαρετ ντυμένη για άλλη μια φορά με το κυριακάτικό της φόρεμα, ταξίδευε ήσυχα με τον πατέρα της που είχε έρθει για να βοηθήσει στο γάμο, προς την ιδιαίτερη πατρίδα της. Η μητέρα της είχε παραμείνει στο σπίτι χρησιμοποιώντας για την απουσία της ένα σωρό ελάχιστα πιστευτές δικαιολογίες, τις οποίες ουδείς κατανόησε πλήρως – εκτός του κου Χέηλ που ήξερε καλά ότι αποδείχτηκαν μάταια όλα τα επιχειρήματά του υπέρ ενός γκρί σατέν φορέματος το οποίο αν και δεν ήταν ακριβώς παλιό, εντούτοις είχε περάσει προ πολλού η εποχή που ήταν καινούριο. Επομένως, επειδή από οικονομική άποψη δεν ήταν σε θέση να εξασφαλίσει στην σύζυγό του την πρέπουσα αμφίεση για τον γάμο της μοναδικής ανηψιάς της, τότε εκείνη, δεν υπήρχε περίπτωση να παραστεί. Αν η κα Σω μπορούσε να φανταστεί τον πραγματικό λόγο για τον οποίο η αδελφή της δεν συνόδευσε τον σύζυγό της στον γάμο , θα την κατέκλυζε με τουαλέτες. Αλλά είχαν περάσει σχεδόν είκοσι χρόνια από τότε που η κα Σώ ήταν η πληβεία -αλλά χαριτωμένη- δεσποινίς Μπέρσφορντ, επομένως είχε λησμονήσει όλες τις σκοτούρες του βίου πλην αυτής που συνεπάγεται η διαφορά ηλικίας σε έναν γάμο, θέμα που μπορούσε να αναλύει επί μακρόν. Η αγαπημένη της αδελφή Μαρία, μόλις οχτώ χρόνια μεγαλύτερή της, καλοσυνάτη και με μαύρα κορακάτα μαλλιά από αυτά που πολύ σπάνια συναντά κανείς, είχε παντρευτεί τον εκλεκτό της καρδιάς της. Ο κος Χέηλ ήταν εξαιρετικός ρήτορας και υπόδειγμα εφημερίου. Ίσως να μην ήταν το λογικότερο που μπορούσε κανείς να συναγάγει με βάση τα παραπάνω αλλά η κα Σω, είχε καταλήξει χαρακτηριστικά, στο εξής συμπέρασμα σχετικά με την μοίρα της αδελφής της:
“ Παντρεύτηκε από έρωτα- τι περισσότερο θα μπορούσε να ευχηθεί η καλή μου Μαρία;»
Η αλήθεια είναι, ότι αν ρωτούσε κανείς την ίδια την κα Χέηλ, είχε ήδη έτοιμο έναν μακρύ κατάλογο με τον οποίο θα μπορούσε να απαντήσει : “ Ένα γκρί-ασημί μεταξωτό φόρεμα, ένα λευκό μπονέ και ... Α...! δεκάδες πράγματα για το γάμο και εκατοντάδες για το σπίτι”।
Μόνο η Μάργκαρετ ήξερε τους λόγους για τους οποίους η μητέρα της δεν θεωρούσε πρέπον να παραβρεθεί στο γάμο . Και δεν λυπόταν καθόλου στη σκέψη ότι θα την ξανασυναντούσε στο πρεσβυτέριο του Χέλστοουν και όχι στο σπίτι της Χάρλευ Στρήτ όπου τις τελευταίες ημέρες επικρατούσε αναστάτωση και η ίδια έπρεπε μεταξύ πολλών άλλων να είναι πανταχού παρούσα και διαθέσιμη σε ό,τι κι αν της ζητούσαν. Η σκέψη και μόνον όλων αυτών που είχε κληθεί να διεκπεραιώσει τις τελευταίες μέρες της προκαλούσε σωματική και ψυχική κόπωση. Είχε αποχαιρετήσει βιαστικά όλους και όλα που ήταν μέρος της ζωής της τα τελευταία χρόνια και αυτό τη γέμιζε με βαθειά θλίψη για τα χρόνια που είχαν περάσει- δεν είχε σημασία αν ήταν καλά ή άσχημα, είχαν πλέον περάσει ανεπιστρεπτί.
Δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα ένιωθε την καρδιά της τόσο βαριά, για το γεγονός ότι επέστρεφε στο πατρικό της, στο μέρος και στη ζωή που επιθυμούσε και λαχταρούσε τόσα χρόνια, ακριβώς τη χρονική στιγμή που αυτά τα συναισθήματα έχαναν την οξύτητά τους.
Απομάκρυνε με κόπο τις σκέψεις της από την αναπόληση του παρελθόντος και στράφηκε σε έναν ήρεμο στοχασμό ενός μέλλοντος φωτεινού και ελπιδοφόρου. Άρχισε να βλέπει εικόνες όχι από τα παλιά αλλά από αυτό που βρισκόταν μπροστά στα μάτια της: ο αγαπημένος της πατέρας κοιμόταν ακουμπώντας πίσω στο κάθισμα της άμαξας. Τα κατάμαυρα μαλλιά του τώρα ήταν γκρίζα και είχαν αρχίσει να αραιώνουν ψηλά στο μέτωπο. Τα ζυγωματικά του έντονα, ίσως παραπάνω απ’ όσο έπρεπε για να θεωρηθεί ελκυστικός, είχαν εντούτοις μια ιδιαίτερη χάρη. Το πρόσωπό του ήταν ήρεμο, αλλά πρόδιδε εκείνη την χαλάρωση της οποίας είχε προηγηθεί έντονη κόπωση μάλλον, παρά την ήρεμη ανάπαυση του ειρηνικού και ευχάριστου βίου. Η Μάργκαρετ συνειδητοποίησε με οδύνη τα σημάδια της φθοράς και του άγχους στο πρόσωπό του και άρχισε να αναλογίζεται ποια από τα γεγονότα που ήξερε μπορεί να του είχαν αφήσει τέτοια σημάδια έντονης και καθημερινής αγωνίας και έντασης.
“Ο καημένος ο Φρέντερικ!” σκέφτηκε αναστενάζοντας. “ Αχ, μακάρι να είχε γίνει κληρικός αντί να καταταγεί στο Ναυτικό και να τον χάσουμε! Μακάρι να ήξερα τι ακριβώς έγινε. Δεν κατάλαβα ποτέ αυτά που μου είπε η θεία Σω. Το μόνο που κατάλαβα είναι ότι δεν μπορεί να ξαναπατήσει το πόδι του στην Αγγλία εξαιτίας εκείνης της φριχτής υπόθεσης. Ο καημένος ο μπαμπάς! Πόσο δυστυχισμένος δείχνει! Χαίρομαι που τουλάχιστον επιστρέφω στο σπίτι και θα μπορώ να βοηθήσω και αυτόν και την μαμά.”
Μόλις εκείνος ξύπνησε, ετοιμάστηκε να τον χαιρετήσει με ένα λαμπερό χαμόγελο στο οποίο δεν μπορούσε κανείς να διακρίνει το παραμικρό ίχνος κούρασης. Της αντιγύρισε το χαμόγελο αλλά κάπως αχνά σαν να είχε ξεχάσει πώς χαμογελούν. Οι γραμμές του προσώπου του βρήκαν ξανά την συνηθισμένη τους ανήσυχη όψη. Είχε την τάση να μισανοίγει το στόμα του σαν να επρόκειτο να μιλήσει, πράγμα που τον έκανε να δείχνει αναποφάσιστος. Αλλά είχε τα ίδια μεγάλα, όμορφα μάτια όπως η κόρη του, και έστρεφε το βλέμμα του το ίδιο αργά, σχεδόν μεγαλόπρεπα. Η Μάργκαρετ, φυσιογνωμικά, έμοιαζε περισσότερο σε αυτόν παρά στην μητέρα της. Μερικές φορές οι άνθρωποι απορούσαν πώς οι γονείς της που ήταν τόσο ευειδείς είχαν μια κόρη που δεν θεωρούνταν το δείγμα της αντιπροσωπευτικής καλλονής .
Καθόλου όμορφη, την είχαν χαρακτηρίσει κατά καιρούς. Είχε μεγάλο στόμα, όχι εκείνο του τύπου “τριαντάφυλλο” που έμοιαζε ότι μπορούσε να ανοίξει μόνο τόσο όσο χρειαζόταν για να ψελλίσει “ ναι”, “όχι” και “όπως επιθυμείτε, κύριε”, εντούτοις τα χείλη της ήταν πλούσια και άλικα και το δέρμα της αν και όχι πάλλευκο έμοιαζε λείο και απαλό σαν ελεφαντόδοντο.
Αν και κατά κανόνα η όψη της μαρτυρούσε μια υπέρ του δέοντος αξιοπρέπεια και επιφύλαξη για το νεαρό της ηλικίας της, τώρα, καθώς μιλούσε στον πατέρα της ακτινοβολούσε σαν ηλιόλουστο πρωινό- το αστραφτερό της βλέμμα και τα χαριτωμένα της λακκάκια την έκαναν να μοιάζει με χαρούμενο παιδί που προσβλέπει στο μέλλον με εμπιστοσύνη.
Ήταν στα τέλη του Ιουνίου όταν η Μάργκαρετ επέστρεψε στο πατρικό της. Στο δάσος, οι φυλλωσιές στα δέντρα είχαν ένα πυκνό, σκούρο πράσινο, οι φτέρες από κάτω μάζευαν όλες τις ηλιαχτίδες που ξέφευγαν εδώ κι εκεί, η ατμόσφαιρα ήταν ζεστή και αποπνικτική.
Η Μάργκαρετ συνήθιζε να κάνει περιπάτους με τον πατέρα της, χτυπώντας με μια περίεργη χαρά τις φτέρες καθώς περπατούσε, και τις ένοιωθε να αναδίδουν και να στέλνουν προς τα πάνω το παράξενο άρωμά τους- έξω στα μεγάλα βοσκοτόπια κάτω από το ζεστό μυρωμένο φώς, βλέποντας χιλιάδες πλάσματα που ζούσαν ελεύθερα στη φύση, απολαμβάνοντας τον ήλιο και το πράσινο ολόγυρα. Αυτή η ζωή –ή τουλάχιστον αυτοί οι περίπατοι- ήταν ό,τι προσδοκούσε περισσότερο η Μάργκαρετ. Καμάρωνε για το δάσος της . Οι άνθρωποι εκεί, ήταν δικοί της άνθρωποι. Είχε γίνει φίλη με όλους τους. Μάθαινε -και απολάμβανε να χρησιμοποιεί -την διάλεκτό τους, ένοιωθε ελεύθερη ανάμεσά τους, ντάντευε τα μωρά τους, μιλούσε με τους ηλικιωμένους, έφερνε διάφορα καλούδια στους άρρωστους. Σύντομα αποφάσισε να διδάξει στο σχολείο που δίδασκε καθημερινά ο πατέρας της, αλλά συχνά έμπαινε στον πειρασμό να κάνει σκασιαρχείο για να επισκεφτεί κάποιον από τους φίλους της ( άντρα, γυναίκα ή παιδί) που έμενε σε κάποιο αγροτόσπιτο κοντά στο δάσος।
Η ζωή της έξω στη φύση ήταν πλήρης।Η ζωή μέσα στο σπίτι είχε ορισμένα μειονεκτήματα। Με την φυσιολογική αιδημοσύνη της ηλικίας της, κατηγορούσε τον εαυτό της για την τάση της να μην παραβλέπει τα κακώς κείμενα. Η μητέρα της – τόσο τρυφερή και στοργική μαζί της- έμοιαζε κάθε λίγο και λιγάκι αρκετά δυσαρεστημένη με τη παρούσα κατάσταση। τους. Θεωρούσε ότι ο επίσκοπος, αμελούσε σκόπιμα τις υποχρεώσεις του ως Ιεράρχης, στερώντας από τον Κο Χέηλ το εισόδημα που του αναλογούσε . Σχεδόν κατέκρινε τον σύζυγό της διότι δεν όρθωνε το ανάστημά του για απαιτήσει να φύγει από εκείνη την ενορία και να αναλάβει μια μεγαλύτερη. Εκείνος, αναστέναζε και απαντούσε ότι θα ήταν ευγνώμων αν εκτελούσε ως όφειλε τα καθήκοντά του ακόμα και στην μικρή ενορία του Χέλστοουν. Όμως μέρα με τη μέρα έμοιαζε και πιο καταβεβλημένος, ο κόσμος του γινόταν ολοένα και πιο συγκεχυμένος. Κάθε φορά που η μητέρα της τον πίεζε να απαιτήσει προαγωγή, εκείνος έμοιαζε να κλείνεται στον εαυτό του ολοένα και περισσότερο . Τέτοιες στιγμές η Μάργκαρετ προσπαθούσε να συμφιλιώσει την μητέρα της με τη ζωή στο Χέλστοουν.. Η κα Χέηλ έλεγε πως η γειτνίαση με το δάσος είχε άσχημη επίδραση στην υγεία της και η Μάργκαρετ προσπαθούσε να της μιλήσει για το πόσο καλό θα της έκαναν οι περίπατοι στα όμορφα, μεγάλα, ηλιόλουστα ή νεφοσκέπαστα βοσκοτόπια και πως σίγουρα δεν ήταν καλό που η ίδια είχε περιορίσει τη ζωή της στο σπίτι, βγαίνοντας σπάνια για να πάει στην εκκλησία στο σχολείο ή στα κοντινότερα σπίτια. Αυτό φαινόταν να έχει αποτέλεσμα για λίγο καιρό αλλά όταν ήρθε το φθινόπωρο και ο καιρός έγινε περισσότερο άστατος, η πεποίθηση της μητέρας της για το ανθυγιεινό κλίμα που ζούσε εδραιώθηκε και άρχισε να δυσφορεί που ο σύζυγός της, σαφώς περισσότερο μορφωμένος από τον Κο Χιούμ και ικανότερος κήρυκας από τον Κο Χουλντζγουωρθ, δεν είχε τύχει της προαγωγής που δόθηκε σε εκείνους τους πρώην γείτονές τους.
Αυτή η διακοπή της οικιακής γαλήνης από μεγάλα διαστήματα δυσαρέσκειας ήταν κάτι για το οποίο η Μάργκαρετ δεν ήταν καθόλου προετοιμασμένη. Γνώριζε και μάλλον διασκέδαζε με την σκέψη ότι θα έπρεπε να απαρνηθεί κάποιες πολυτέλειες, τις οποίες θεωρούσε μάλλον οχλήσεις και εμπόδια για την ελευθερία της στην Χάρλευ Στρητ. Η τάση της να ενδίδει σε τέτοιες απολαύσεις εξισορροπούνταν θαυμάσια από την εγνωσμένη της υπερηφάνεια ότι μπορούσε να ζήσει και χωρίς αυτές αν υπήρχε ανάγκη. Αλλά τα σύννεφα δεν έρχονται ποτέ από εκεί που τα περιμένεις. Υπήρχαν βέβαια κάποια περιστασιακά παράπονα και μικροστεναχώριες εκ μέρους της μητέρας της για κάποια μικροπράγματα σε σχέση με το Χέλστοουν και την θέση του κου Χέηλ και παλαιότερα, όταν η Μάργκαρετ περνούσε τις διακοπές της εκεί αλλά στο γενικότερο κλίμα ευφορίας ξεχνούσε εκείνες τις μικρές λεπτομέρειες που δεν της ήταν και τόσο ευχάριστες.
Στο δεύτερο μισό του Σεπτέμβρη, όταν έφτασε το φθινόπωρο με βροχές και καταιγίδες η Μάργκαρετ ήταν αναγκασμένη να περνά περισσότερο καιρό μέσα στο σπίτι απ’ ότι μέχρι τότε. Δεν υπήρχαν κοντά στο Χέλστοουν γείτονες με το δικό τους επίπεδο καλλιέργειας.
“ Πρόκειται αναμφίβολα για ένα από τα πλέον απομονωμένα μέρη της Αγγλίας» είπε η κα Χέηλ παραπονούμενη ως συνήθως. “Δεν μπορώ να μην στεναχωριέμαι που ο πατέρας σου δεν έχει κάποιον του δικού του επιπέδου να συναναστραφεί σε αυτόν τον τόπο. Είναι τόσο περιθωριοποιημένος . Συναναστρέφεται από το πρωί μέχρι το βράδυ μόνο αγρότες και εργάτες. Αν μονάχα ζούσαμε στην άλλη άκρη της ενορίας, αυτό θα ήταν κάτι. Θα είμασταν σε μια εύλογη απόσταση περιπάτου από τους Στάνσφηλν και σίγουρα θα μπορούσε κανείς να περπατήσει μέχρι τους Γκόρμαν.”
“ Τους Γκόρμαν;” είπε η Μάργκαρετ “Αυτούς που πλούτισαν εμπορευόμενοι στο Σάουθαμπτον; Α, χαίρομαι που δεν τους επισκεπτόμαστε. Δεν συμπαθώ τους εμπόρους. Νομίζω πως είμαστε καλύτερα έτσι, συναναστρεφόμενοι μόνο χωρικούς και ανθρώπους του μόχθου, ανθρώπους ανεπιτήδευτους .»
“ Μην γίνεσαι τόσο ιδιότροπη, Μάργκαρετ, καλή μου!” είπε η μητέρα της, σκεπτόμενη ενδόμυχα έναν όμορφο νεαρό από την οικογένεια Γκόρμαν που είχε τύχει να συναντήσει κάποτε στου κου Χιούμ.
“ Καθόλου! Νομίζω πως οι προτιμήσεις μου είναι αρκούντως λογικές. Συμπαθώ όλους τους ανθρώπους που ασχολούνται με τη γη. Συμπαθώ τους στρατιωτικούς και τους ναυτικούς καθώς και αυτούς που ασχολούνται με τα επαγγέλματα των τριών επιστημών καθώς λέγονται.* Σίγουρα δεν θα είχες την αξίωση να θαυμάζω κρεοπώλες, αρτοποιούς και κηροπλάστες, έτσι ; »
“ Μα οι Γκόρμαν ούτε κρεοπώλες είναι, ούτε αρτοποιοί. Κατασκευάζουν άμαξες. »
“ Περίφημα. Κι αυτοί τεχνίτες είναι και μάλιστα σε έναν τομέα λιγότερο χρήσιμο από τους κρεοπώλες ή τους αρτοποιούς. Α, πόσο πολύ με κούραζαν στης θείας Σω οι βόλτες με την άμαξα και πόσο ανάγκη είχα να περπατήσω!”
.......................................................................................
Η Ντίξον θεωρούσε ότι ο κος Χέηλ ήταν η καταστροφή που ανέτρεψε τις προσδοκίες που είχε για την ζωή της η νεαρή της κυρία. Κανείς δεν ξέρει τι κοινωνική εξέλιξη θα μπορούσε να έχει αν δεν είχε βιαστεί τόσο να δεσμευτεί με έναν φτωχό κληρικό της επαρχίας. Αλλά η πιστή Ντίξον δεν θα την εγκατέλειπε τη στιγμή της οδύνης και της κακοτυχίας που έμελλε να είναι –αλίμονο- ο έγγαμος βίος της. Παρέμεινε μαζί της, αφοσιωμένη στις ανάγκες της θεωρώντας εαυτήν ως κάποια αγαθή και προστατευτική νεράϊδα που είχε καθήκον να ενοχλεί τον κακόβουλο γίγαντα, τον κο Χέηλ. Ο νεαρός κος Φρέντερικ ήταν το καμάρι της, και η συνηθισμένη αυστηρότητα του ύφους της μαλάκωνε λίγο όταν άπαξ της εβδομάδος πήγαινε να τακτοποιήσει την κάμαρά του με επιμέλεια, σαν να επρόκειτο να επιστρέψει το ίδιο βράδυ.
Η Μάργκαρετ είχε αρχίσει να πιστεύει ότι είχαν φτάσει πρόσφατες ειδήσεις για τον αδελφό της, ειδήσεις που η μητέρα της αγνοούσε, αλλά που προκαλούσαν στον πατέρα της δυσθυμία και ανησυχία. Η κα Χέηλ έμοιαζε να μην έχει αντιληφθεί την αλλαγή στην ψυχολογία του συζύγου της. Η διάθεσή του ήταν πάντα ευπροσήγορη και ευγενική, και ανταποκρινόταν άμεσα σε ό,τι είχε να κάνει με την ευημερία και το καλό των άλλων. Έπεφτε σε βαθιά θλίψη που κρατούσε μέρες κάθε φορά που επισκεπτόταν κάποιον στο κατώφλι του θανάτου ή που άκουγε για κάποια εγκληματική πράξη. Αλλά τώρα η Μάργκαρετ τον έβλεπε να είναι αφηρημένος, σαν να απασχολούσε κάτι την σκέψη του, βυθισμένος σε μια θλίψη από την οποία δεν μπορούσε να βγεί με καμμία από τις καθημερινές του ασχολίες όπως η παρηγορία προς τους συγγενείς που έμεναν πίσω, ή τα μαθήματα που είχε αναλάβει στο σχολείο με την ελπίδα ότι θα πρόσφερε κάτι καλύτερο στην επόμενη γενιά. Οι επισκέψεις του στους ενορίτες ήταν λιγότερο συχνές απ’ ότι συνήθως. Περνούσε την περισσότερη ώρα κλεισμένος στο γραφείο του, με τη σκέψη στον ταχυδρόμο του χωριού , ο οποίος γνωστοποιούσε την άφιξή του με ένα χτύπημα στο παράθυρο. Άλλοτε, τύχαινε να χρειαστεί να χτυπήσει κατ’ επανάληψη για να τον αντιληφθούν οι ένοικοι. Τώρα ο κος Χέηλ χασομερούσε στον κήπο για να τον περιμένει αν ο καιρός ήταν καλός, κι αν όχι, καθόταν ρεμβάζοντας στο παράθυρο του γραφείου του μέχρι να τον δεί να έρχεται στο σπίτι ή να προσπερνάει στο μονοπάτι, χαιρετώντας με μια κίνηση του κεφαλιού κάπως συνωμοτική αλλά και γεμάτη σεβασμό τον πάστορα, που τον παρακολουθούσε να χάνεται πίσω από τους θάμνους με τις γλυκορεικιές και πέρα από την μεγάλη κουμαριά, πριν γυρίσει κι ο ίδιος στο δωμάτιο να ξεκινήσει τις δουλειές της ημέρας με βαριά καρδιά και τις σκέψεις του να στριφογυρίζουν.
Αλλά η Μάργκαρετ βρισκόταν σε μια ηλικία στην οποία κάθε φόβος που δεν ήταν εδραιωμένος σε πραγματικά γεγονότα εξαφανιζόταν για λίγο από μια ηλιόλουστη μέρα ή κάποιο άλλο χαρούμενο περιστατικό. Κι όταν έφτασαν οι λαμπερές μέρες στο «μικρό καλοκαιράκι” του Οκτωβρίου, όλες της οι έγνοιες πέταξαν μακριά σαν το χνούδι των λουλουδιών και δεν σκεφτόταν άλλο από τις ομορφιές του δάσους. Οι φτέρες είχαν θεριστεί και τώρα που είχαν σταματήσει οι βροχές, είχε πρόσβαση σε πολλά ξέφωτα τα οποία μόνο από μακριά μπορούσε να δεί τους καλοκαιρινούς μήνες.
Είχε πάρει μαθήματα σχεδίου με την Ήντιθ και μετανιωμένη κατά την περίοδο των βροχών που είχε αφήσει να περάσει τόσος χρόνος με καλοκαιρία ανεκμετάλλευτος , τώρα ήταν αποφασισμένη να ζωγραφίσει όσο περισσότερο μπορούσε την ομορφιά του δάσους, προτού ενσκήψει για τα καλά ο χειμώνας। Έτσι, εκείνη την ημέρα, ήταν πολύ απασχολημένη με την προετοιμασία του καμβά της, όταν η Σάρα, η υπηρέτρια, άνοιξε την πόρτα του σαλονιού και ανάγγειλε: “ Ο κος Χένρυ Λέννοξ.”

Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2012

Βορράς και Νότος Κεφάλαιο I "Εσπευσμένος γάμος"



Αποφάσισα να δημιουργήσω αυτό το blog με σκοπό να αναρτώ τα μεταφρασμένα στα Ελληνικά, κεφάλαια του "North and South" (1855) της Elizabeth Gaskell που έχει χαρακτηριστεί ως " To ΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΗ με κοινωνικές ευαισθησίες Ζητώ προκαταβολικά  συγνώμη για τα λάθη, δεν είμαι επαγγελματίας μεταφράστρια, απλά πιστεύω πως ήδη είχε αργήσει υπερβολικά να μεταφραστεί και στην γλώσσα μας Όσοι έχουν ήδη δεί την υπέροχη σειρά παραγωγής BBC του 2004, πιστεύω θα με δικαιώσουν !
Δείξτε λοιπόν ανεκτικότητα και .....καλή σας ανάγνωση !

· ΒΟΡΡΑΣ ΚΑΙ ΝΟΤΟΣ

Της Ελίζαμπεθ Γκάσκελ
(Mετάφραση : Μαργαρίτα Νικολοπούλου)

Κεφάλαιο 1

“ ΕΣΠΕΥΣΜΕΝΟΣ ΓΑΜΟΣ”

“ Ηντιθ!” φώναξε απαλά η Μάργκαρετ, “ Ηντιθ!”
Αλλά όπως το υποψιάζόταν, η Ήντιθ είχε ήδη αποκοιμηθεί.Ξαπλωμένη πάνω στο ανάκλιντρο, στο πίσω σαλόνι του σπιτιού της Χάρλευ Στρήτ, φαινόταν τόσο όμορφη με την άσπρη μουσελίνα και τις γαλάζιες κορδέλες της. Θα μπορούσε κανείς να την περάσει για την Τιτάνια, την βασίλισσα των ξωτικών, αν υποθέσουμε ότι η Τιτάνια είχε ποτέ αποκοιμηθεί σε βαθύ δαμασκηνί ανάκλιντρο σε ένα σαλόνι που έβλεπε στον κήπο. Η Μάργκαρετ ήταν για ακόμα μια φορά εντυπωσιασμένη από την ομορφιά της ξαδέλφης της. Είχαν μεγαλώσει μαζί από παιδιά και όλα αυτά τα χρόνια οι πάντες – εκτός από την Μάργκαρετ- παίνευαν την κομψότητά της. Η Μάργκαρετ όμως δεν φαινόταν να το έχει συνειδητοποιήσει αυτό, μέχρι πρόσφατα, όταν η προοπτική της απώλειας της συντροφιάς της έδωσε ξαφνικά άλλη διάσταση σε όλες τις αρετές και τα χαρίσματα που διέκριναν την Ήντιθ. Μιλούσαν για νυφικά και τις προετοιμασίες του γάμου, για τον λοχαγό Λέννοξ, τα όσα είχε πεί στην Ήντιθ για την ζωή που την περίμενε στην Κέρκυρα, εκεί που βρισκόταν το Σύνταγμά του, καθώς και για το πόσο δύσκολο ήταν να συντηρήσει κανείς καλοκουρδισμένο ένα πιάνο ( μια δυσκολία που η Έντιθ θεωρούσε από τις πλέον δεινές του γαμήλιου βίου) και για το τι είδους τουαλέτες θα χρειαζόταν για την επίσκεψή της στη Σκωτία, επίσκεψη η οποία θα λάβαινε χώρα ευθύς μετά το γάμο, αλλά ο ψιθυριστός αυτός διάλογος έγινε λίγο κατ’ ολίγον νυσταλέος και μετά από μια σύντομη παύση, η Μάργκαρετ ανακάλυψε ότι παρά το μουρμουρητό που ερχόταν από το διπλανό δωμάτιο, η Ήντιθ είχε κουλουριαστεί σε ένα σύννεφο από δαντέλα, μουσελίνα και μεταξένιες μπούκλες και είχε παραδοθεί ειρηνικά σε έναν μικρόν υπνάκο μετά το δείπνο.
Η Μάργκαρετ εκείνη τη στιγμή ετοιμαζόταν να μιλήσει στην εξαδέλφη της για τα σχέδια και τα όνειρα που έκανε σχετικά με την καινούρια της ζωή στο επαρχιακό πρεσβυτέριο όπου ζούσαν η μητέρα της και ο πατέρας της, εκεί που περνούσε πάντοτε τις ωραιότερες διακοπές , τουλάχιστον τα τελευταία δέκα χρόνια, που πλέον θεωρούσε το σπίτι της θείας της ως μόνιμή διαμονή. Ελλείψει όμως άλλου ακροατή ήταν αναγκασμένη να αναλογιστεί σιωπηλά όπως και πριν την αλλαγή που ερχόταν στη ζωή της. Οι σκέψεις της ήταν ευχάριστες αν και δεν έλειπε μια μικρή δόση θλίψης καθώς θα αποχωριζόταν για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα την καλή της θεία και την αγαπημένη της εξαδέλφη .
Καθώς αναλογιζόταν την μεγάλη χαρά του να είναι πλέον η μοναχοκόρη στο πρεσβυτέριο του Χέλστόουν, σπαράγματα από τις συζητήσεις στο διπλανό δωμάτιο έφτασαν στ’ αυτιά της.

“ Ύπέφερα τόσο πολύ, όχι διότι δεν ήμουν εξαιρετικά ευτυχής με τον μακαρίτη το Στρατηγό, αλλά όπως και να το κάνουμε η διαφορά ηλικίας αποτελεί μειονέκτημα. Ήμουν αποφασισμένη να μην αφήσω την Ήντιθ να
έχει την ίδια τύχη. Βεβαίως, όχι επειδή τυγχάνω μητέρα της, όμως διέβλεπα ότι η κορούλα μου ήταν πολύ πιθανό να παντρευτεί νωρίς. Πράγματι, έλεγα συχνά, ότι θα παντρευτεί πριν κλείσει τα δεκαεννιά. Είχα ένα έντονο προαίσθημα όταν ο Λοχαγός Λεννοξ ”- εδώ η φωνή χαμήλωσε σε ψίθυρο αλλά η Μάργκαρετ μπορούσε χωρίς δυσκολία να φανταστεί τη συνέχεια. Ο δρόμος της Ήντιθ προς την αληθινή αγάπη ήταν πραγματικά στρωμένος με ροδοπέταλα. Η κα Σω είχε εμπιστευθεί την διαίσθησή της, ακριβώς όπως το είπε, και επίσπευσε μάλλον το γάμο, έναν γάμο ο οποίος μπορούσε να θεωρηθεί ότι ήταν κατώτερος των προσδοκιών που πολλοί είχαν για την Έντιθ- μια νέα και όμορφη κληρονόμο. Αλλά η κα Σω έλεγε ότι η μονάκριβή της κόρη θα παντρευόταν από έρωτα, καθώς - εδώ συνήθως αναστέναζε με νόημα - ο έρωτας δεν ήταν το δικό της κίνητρο για να παντρευτεί τον Στρατηγό. Η κα Σω έμοιαζε να απολαμβάνει το ειδύλλιο και τον αρραβώνα της κόρης της περισσότερο από την ίδια. Όχι ότι η Ήντιθ δεν ήταν πλήρως και εντελώς ερωτευμένη- παρ’όλ’αυτά θα προτιμούσε ένα ωραίο σπίτι στην κοσμικότερη περιοχή του Λονδίνου από όλη την γραφικότητα της Κέρκυρας έτσι όπως την περιέγραφε ο λοχαγός Λέννοξ. Οι περιγραφές που έκαναν την Μάργκαρετ να λάμπει καθώς τις άκουγε, έκαναν την Ήντιθ να προσποιείται ότι ανατριχιάζει σύγκορμη. Εν μέρει για την χαρά του να έχει τον αγαπημένο της να προσπαθεί να την παρηγορήσει και να την καλοπιάσει, εν μέρει επειδή όντως μια ζωή σε κάτι που έμοιαζε με καταυλισμό, της ήταν αποκρουστική. Εάν παρουσιαζόταν κάποιος με μια ωραία κατοικία και ακόμα ωραιότερη περιουσία ακόμα και τίτλο ευγενείας, η Ήντιθ θα εξακολουθούσε να είναι γαντζωμένη στο λοχαγό, τουλάχιστον για όσο ο πειρασμός ήταν διαθέσιμος, μόλις αποσυρόταν, ήταν πολύ πιθανόν ο λοχαγός να έπαυε πλέον να αποτελεί την επιτομή του τέλειου άνδρα . Αλλά σ’ αυτό είχε μοιάσει στη μητέρα της, η οποία αν και σκόπιμα νυμφεύθηκε τον Στρατηγό Σω χωρίς να έχει άλλα αισθήματα γι αυτόν πέραν του σεβασμού της για το χαρακτήρα και την περιουσία του, επιμόνως καιτοι διακριτικά γόγγυζε για την σκληρή της μοίρα που την προόριζε να παντρευτεί χωρίς έρωτα.
“ Δεν εφείσθην εξόδων για την προίκα της ” άκουσε στην συνέχεια η Μάργκαρετ “θα πάρει όλα τα υπέροχα μαντήλια από την Ινδία και τις εσάρπες που μου έδωσε ο Στρατηγός, και που εγώ δεν πρόκειται να φορέσω ξανά”.
“ Είναι τυχερή κοπέλα” απάντησε μια άλλη φωνή, που η Μάργκαρετ αναγνώρισε ότι ήταν της κας Γκίμπσον, η οποία έδειχνε ζωηρό ενδιαφέρον για τη συζήτηση καθώς μια από τις κόρες της είχε παντρευτεί προσφάτως. “ Στην Έλεν μου, άρεσε πολύ ένα μαντήλι από τις Ινδίες αλλά μόλις άκουσα την υπερβολική τιμή που ζητούσαν, αναγκάστηκα να της το αρνηθώ. Θα ζηλέψει όταν μάθει ότι η Ήντιθ θα έχει Ινδικά μαντήλια. Τι είδους είναι ; Μήπως αυτά του Δελχί με το ωραίο φινίρισμα ; ”
Η Μάργκαρετ άκουσε τη θεία της να απαντάει αλλά φαινόταν σα να είχε σηκωθεί και να πλησίαζε στο μισοφωτισμένο σαλόνι του κήπου. “ Ήντιθ! Ήντιθ! ” φώναξε δυνατά αλλά σταμάτησε σαν να κουράστηκε από την προσπάθεια. Η Μάργκαρετ προχώρησε προς την πόρτα. « Η Ήντιθ κοιμάται, θεία Σω. Μπορώ να σε βοηθήσω εγώ;» “ Την καημενούλα!» ανέκραξαν εν χορώ οι κυρίες και το σκυλάκι στην αγκαλιά της κας Σω άρχισε να γαβγίζει συνεπαρμένο από τέτοια ομόφωνη εκδήλωση οίκτου. « Σιωπή, Τίνυ! Κακό κορίτσι ! Θα ξυπνήσεις την κυρία σου. Ήθελα μόνο να ζητήσω από την Ήντιθ να πεί στην Νιούτον να πάει να φέρει τα μαντήλια της. Μπορείς να πάς εσύ, Μάργκαρετ, καλή μου;»
Η Μάργκαρετ ανέβηκε μέχρι το παλιό παιδικό δωμάτιο ψηλά στο τελευταίο πάτωμα του σπιτιού, όπου η Νιούτον καταγίνονταν με το να βρεί κάποιες δαντέλες που ήταν απαραίτητες για το γάμο. Όταν η Νιούτον έφυγε μουρμουρίζοντας αγανακτισμένη για να φέρει τα μαντήλια τα οποία είχε ήδη ξεπακετάρει τέσσερεις ή πέντε φορές εκείνη τη μέρα για να τα δείξει, η Μάργκαρετ κύτταξε ένα γύρω το παιδικό δωμάτιο. Το πρώτο δωμάτιο που γνώρισε σ’εκείνο το σπίτι, εννιά χρόνια πριν, όταν την έφεραν από την εξοχή, ένα αγρίμι, για να μοιραστεί το σπίτι το παιχνίδι, και τα μαθήματα με την Ήντιθ. Θυμήθηκε πως της είχε φανεί σκοτεινό και μουντό εκείνο το παιδικό δωμάτιο στο Λονδίνο που το κυβερνούσε με σιδερένια πυγμή μια αυστηρή και άκαμπτη γκουβερνάντα, η οποία ήταν ιδιαίτερα σχολαστική με το πλύσιμο των χεριών και τα αψεγάδιαστα ρούχα. Αναπόλησε την πρώτη φορά που πήρε το τσάι της εκεί – χωριστά από τον πατέρα της και τη θεία της, οι οποίοι δειπνούσαν κάτω στο τέλος μιας ατελείωτης σκάλας που αν η κορυφή της έμοιαζε να καταλήγει στον ουρανό ( σκεφτόταν με το παιδικό της μυαλό) τότε οι μεγάλοι θα πρέπει να βρίσκονταν στα έγκατα της γής. Στο πατρικό της σπίτι- πριν έρθει να μείνει στη Χάρλευ Στρητ- το παιδικό δωμάτιο ήταν το καθιστικό της μητέρας της και μια και ξυπνούσαν νωρίς στο πρεσβυτέριο της επαρχίας, η Μάργκαρετ έτρωγε πάντα με τους γονείς της.
Α, η όμορφη, καλοφτιαγμένη κοπέλα, θυμόταν πολύ καλά τα δάκρυα που είχαν μουσκέψει το μαξιλάρι του 9χρονου κοριτσιού εκείνη την πρώτη νύχτα, το πώς η γκουβερνάντα της είχε απαγορεύσει να κλαίει για να μην αναστατώσει την διδα Ήντιθ, και το πώς είχε κλάψει ακόμα πιο πικρά αλλά βουβά μέχρι που η κομψή και επιβλητική θεία Σώ, που μόλις την είχε γνωρίσει, ανέβηκε με τον πατέρα της για να του δείξει την κόρη του να κοιμάται. Τότε η μικρή Μάργκαρετ, είχε αναγκαστεί να καταπνίξει τους λυγμούς της και να προσποιηθεί την κοιμισμένη για να μην στεναχωρήσει τον πατέρα της και τη θεία της. Ένοιωθε ότι δεν έπρεπε να αισθάνεται έτσι έπειτα από όλες τις προετοιμασίες και τις προσδοκίες που έτρεφαν για το ταξίδι αυτό στο Λονδίνο. Και είχε χρειαστεί αρκετός καιρός για να ετοιμάσουν τα ρούχα που θα ταίριαζαν για την Λονδρέζικη ζωή της αλλά και για να μπορέσει να πάρει ο πατέρας της έστω και λίγες μέρες άδεια για το ταξίδι.
Τελικά είχε μάθει να αγαπά το παλιό της παιδικό δωμάτιο, μολονότι ήταν μάλλον εγκαταλελειμμένο πλέον , και κύτταξε γύρω με μια μικρή νοσταλγία στη σκέψη ότι σε τρείς μέρες θα το αποχωριζόταν για πάντα.
“ Αχ, Νιούτον। Νομίζω πως θα λυπηθούμε όλοι που θα αφήσουμε αυτό το δωματιάκι”। “ Στο λόγο μου, δεσποινίς, εγώ μια φορά, δεν πρόκειται να στεναχωρηθώ καθόλου। Δεν βλέπω πιά και τόσο καλά και το φώς εδώ είναι τόσο λιγοστό που δεν μπορώ να μαντάρω τις δαντέλες, παρεκτός κι αν καθήσω δίπλα στο παράθυρο। Αλλά εκεί έχει τέτοιο ρεύμα που μπορεί να πλευριτώσει κανείς"
“ Ε, λοιπόν, σε διαβεβαιώ ότι στην Νάπολη θα έχει όσο φώς και ζέστη θέλεις. Κράτα όσες μπορείς να τις καρικώσεις όταν θα πας εκεί. Σ’ ευχαριστώ, Νιούτον, μπορώ να τα πάω εγώ κάτω- συνέχισε τη δουλειά σου”.
Κατέβηκε κάτω φορτωμένη μαντήλια και μυρίζοντας τα υπέροχα Ανατολίτικα αρώματά τους. Η θεία της , της ζήτησε να σταθεί για λίγο ως μοντέλο στη θέση της Ήντιθ που κοιμόταν, για να δείξουν τα μαντήλια. Κανείς δεν το είχε σκεφτεί, αλλά η ψηλή, λεπτή κορμοστασιά της Μάργκαρετ, καθώς φορούσε ένα μαύρο μεταξωτό φόρεμα σε ένδειξη πένθους για τον θάνατο ενός μακρινού συγγενή του πατέρα της, αναδείκνυε με τον ιδανικότερο τρόπο τις πτυχές των υπέροχων μαντηλιών, ενώ η Ήντιθ θα φαινόταν να χάνεται μέσα τους. Η Μάργκαρετ στεκόταν σιωπηλή και ακίνητη κάτω από τον πολυέλαιο όσο η θεία της έφτιαχνε τις πτυχώσεις. Πού και πού καθώς έπαιρνε κάποια στροφή, έβλεπε το είδωλό της στον καθρέφτη πάνω από το τζάκι και χαμογελούσε με την εικόνα της- η συνηθισμένη όψη της με την περιβολή μιας πριγκίπισσας. Άγγιζε μαλακά τα υφάσματα καθώς έπεφταν επάνω της με χάρη, απολαμβάνοντας την μαλακή υφή και τα φωτεινά τους χρώματα και χαιρόταν σαν παιδί, ντυμένη με μια τέτοια λαμπρότητα, ενώ ένα ήσυχο χαμόγελο άνθιζε στο πρόσωπό της.
Ακριβώς τότε η πόρτα άνοιξε για να αναγγείλουν την ξαφνική άφιξη του κου Χένρυ Λέννοξ. Κάποιες από τις κυρίες πισωπάτησαν αιφνιδιασμένες σαν να ντράπηκαν που κάποιος τις έβλεπε να δείχνουν τόσο ενδιαφέρον στα φορέματα.
Η κα Σώ έτεινε το χέρι της στον νεοφερμένο ΄ η Μάργκαρετ παρέμεινε ακίνητη θεωρώντας ίσως ότι ο ρόλος της σαν ζωντανό μοντέλο να μην είχε τελειώσει ακόμα, ενώ κύτταξε τον κο Λέννοξ με ένα φωτεινό χαμόγελο σίγουρη πως κι εκείνος διασκέδαζε με τη σκέψη ότι την είχε αιφνιδιάσει σε αυτήν την κωμική στάση .
Η θεία της έμοιαζε τόσο απορροφημένη στο να βομβαρδίζει τον κο Λέννοξ – ο οποίος δεν είχε παρευρεθεί στο δείπνο- με διάφορες ερωτήσεις για τον αδελφό του που θα ήταν ο γαμπρός, την αδελφή του που θα ήταν παράνυφη (αναμενόταν να φτάσει μαζί με τον λοχαγό από τη Σκωτία, ειδικά για το γάμο) , καθώς και για άλλα μέλη της οικογένειας Λέννοξ , που η Μάργκαρετ κατάλαβε ότι οι υπηρεσίες της ως μοντέλο δεν ήταν πλέον απαραίτητες, για το λόγο αυτό αποφάσισε να απασχολήσει τις υπόλοιπες κυρίες, τις οποίες η θεία της είχε επί του παρόντος ξεχάσει.
Σχεδόν αμέσως, έκανε την εμφάνισή της η Ήντιθ από το πίσω σαλόνι, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια της στα δυνατά φώτα, προσπαθώντας να μαζέψει τις ελαφρά αναστατωμένες μπούκλες της, ακριβώς σαν μια Ωραία Κοιμωμένη που μόλις την διέκοψαν από τα όνειρά της. Ακόμα κι αν λαγοκοιμόταν, είχε αισθανθεί την παρουσία ενός Λέννοξ στο σπίτι και έκρινε ότι άξιζε τον κόπο να εγερθεί. Είχε να τον ρωτήσει τόσα πράγματα για την αγαπητή της Τζάνετ, την μέλλουσα κουνιάδα της για την οποία – αν και δεν την είχε δεί ποτέ- έτρεφε τέτοια αισθήματα αγάπης που η Μάργκαρετ, αν δεν είχε κάποια περηφάνεια, θα ζήλευε οπωσδήποτε. Καθώς η Μάργκαρετ έμοιαζε να περνά πλέον απαρατήρητη μια και η θεία της ανέλαβε εκ νέου να ψυχαγωγήσει τις καλεσμένες της, είδε τον κο Λέννοξ να στρέφει το βλέμμα του σε ένα άδειο κάθισμα και κατάλαβε πως μόλις κατάφερνε να απαλλαγεί από τις ερωτήσεις της Έντιθ, σκόπευε να καθίσει ακριβώς εκεί.  « Έχω την εντύπωση πως σας βρίσκω απασχολημένη με θέματα μεγάλου ενδιαφέροντος- εννοώ μεγάλου γυναικείου ενδιαφέροντος. Αρκετά διαφορετικά από τα νομικά με τα οποία καταγίνομαι. Άλλο να ρυθμίζεις τις πτυχές ενός υφάσματος και άλλο τις πτυχές μιας δικαστικής υπόθεσης.”
“ A, το ηξερα πως θα το βρίσκατε διασκεδαστικό που μας αιφνιδιάσατε ενώ θαυμάζαμε δαντέλες και μαντήλια. Όμως πραγματικά οι Ινδικές εσάρπες έχουν μεγάλο ενδιαφέρον”.
“ Αναμφίβολα. Βρίσκω πως και οι τιμές τους είναι εξίσου ενδιαφέρουσες. Δεν τους λείπει τίποτα!»
Ένας – ένας άρχισαν να καταφθάνουν και οι κύριοι από την τραπεζαρία. Ο ήχος των συζητήσεων απέκτησε βαθύτερη χροιά.
« Νομίζω πως αυτό είναι το τελευταίο δείπνο, σωστά; Δεν θα υπάρξει άλλο πριν την Πέμπτη;»
“Όχι. Νομίζω πως μετά από αυτό μπορούμε να ξεκουραστούμε- πράγμα που δεν έχουμε κάνει εδώ και πολλές εβδομάδες. Τουλάχιστον έχουν τελειώσει όλες οι χειρωνακτικές δουλειές για μια τελετή που θα πρέπει να απασχολεί περισσότερο το μυαλό και την καρδιά μας. Χαίρομαι που θα έχω χρόνο να σκεφτώ, και είμαι σίγουρη το ίδιο νοιώθει και η Ήντιθ.”
“Για την Ήντιθ δεν είμαι τόσο σίγουρος, αλλά για σένα το πιστεύω. Τώρα τελευταία όποτε σε συναντώ γυρνάς σαν ανεμοστρόβιλος φροντίζοντας για τους άλλους».
“ Ναι” είπε κάπως λυπημένη η Μάργκαρετ, με τη σκέψη της στις αμέτρητες φροντίδες που είχε αναλάβει να διεκπεραιώσει τον τελευταίο μήνα, ίσως και περισσότερο “ Αναρωτιέμαι αν η περίοδος πριν από το γάμο πρέπει πάντα να θυμίζει ανεμοστρόβιλο ή αν σε ορισμένες περιπτώσεις θα ήταν καλό να είναι κανείς ήρεμος και γαλήνιος”.
“ Στην τελευταία περίπτωση θα αναλάμβανε την φροντίδα για την προίκα, την γαμήλια δεξίωση και τις προσκλήσεις η νεραϊδονονά της Σταχτοπούτας ” είπε γελώντας ο κος Λέννοξ.
“Μα είναι απολύτως απαραίτητα όλα αυτά ; ” ρώτησε η Μάργκαρετ και τον κύτταξε περιμένοντας απάντηση.
Μια αίσθηση απερίγραπτης κόπωσης για όλα αυτά που είχε απαιτήσει η Ήντιθ να γίνουν τις τελευταίες έξι εβδομάδες θέλοντας να εντυπωσιάσει ένιωθε να την πλημμυρίζει . Και ήθελε πραγματικά να την βοηθήσει κάποιος να σκεφτεί κάτι ευχάριστο σε σχέση με την γαμήλια τελετή.
“ Α, μα βεβαιότατα” της απάντησε εκείνος, σοβαρεύοντας ξαφνικά. “ Υπάρχουν συγκεκριμένες εκδηλώσεις και τελετουργικά που πρέπει να ακολουθηθούν, όχι τόσο για τους άμεσα ενδιαφερόμενους όσο για να κλείσουν τα στόματα του κόσμου. Και αυτό είναι πολύ σημαντικό. Πείτε μου όμως, πώς φαντάζεστε τον δικό σας γάμο ; ”
“ Δεν με έχει απασχολήσει και πολύ αυτή η σκέψη. Μάλλον θα ήθελα να γίνει ένα ηλιόλουστο καλοκαιρινό πρωινό και με συνοδεύσουν ως την εκκλησία κάτω από την σκιά των δέντρων. Δεν θα ήθελα πολλές παράνυφες και οπωσδήποτε όχι γαμήλια δεξίωση. Τολμώ να πω ότι με απωθούν όλα αυτά που με ταλαιπώρησαν στον συγκεκριμένο γάμο”.
“ Όχι, δεν νομίζω ότι αυτός είναι ο λόγος. Σας διακρίνει μια αρχοντική λεπτότητα που ταιριάζει πολύ με τον χαρακτήρα σας”.
Η Μάργκαρετ θορυβήθηκε από την τροπή που είχε αρχίσει να παίρνει η συζήτηση. Κύτταξε αλλού με τη σκέψη άλλων παρόμοιων συζητήσεων στις οποίες εκείνος εκθείαζε επί μακρόν τα προτερήματα του χαρακτήρα της. Προσπάθησε να στρέψει αλλού τη συζήτηση λέγοντας “ Μάλλον μου έρχεται στο νού η εκκλησία στο Χέλστοουν περισσότερο και το μονοπάτι που οδηγεί σε αυτήν παρά τα πλακόστρωτα του Λονδίνου”.
“ Μιλήστε μου για το Χέλστοουν. Δεν μου έχετε πεί ποτέ πώς είναι. Θα μου άρεσε να έχω μια εικόνα του μέρους που θα βρίσκεστε στο εξής, όταν το σπίτι της οδού Χάρλευ 96 θα είναι πιά κλειστό και σκοτεινό, παρατημένο να μαζεύει σκόνη. Κατ’ αρχάς το Χέλστοουν είναι πόλη ή χωριό ; ”
“ Ένας μικρός οικισμός, μάλλον. Δεν νομίζω ότι μπορεί κανείς να το αποκαλέσει χωριό. Υπάρχει μια εκκλησία και λίγα σπίτια, μέσα στο πράσινο – αγροτόσπιτα τα περισσότερα- όλα τριγυρισμένα από ροδόκηπους”.
“ Οι οποίοι ροδόκηποι μοιάζουν ν’ ανθίζουν όλο τον χρόνο, ακόμα και τα Χριστούγεννα, φτιάχνοντας ένα τοπίο ονειρικό” της είπε.
“Όχι” απάντησε η Μάργκαρετ κάπως ενοχλημένη “δεν περιγράφω ένα ονειρικό τοπίο. Προσπαθώ να περιγράψω το Χέλστοουν όπως είναι πραγματικά. Δεν έπρεπε να το πείτε αυτό”.
“ Σας ζητώ συγνώμη” απάντησε “αλλά έτσι όπως το περιγράψατε δεν έμοιαζε με κάτι πραγματικό αλλά με εικόνα βγαλμένη από τα παραμύθια ”.
“Έτσι ακριβώς είναι” αποκρίθηκε η Μάργκαρετ με θέρμη. “ Όλα τα μέρη της Αγγλίας που έχω δει, φαίνονται τόσο βαρετά και πεζά μετά το Νιού Φόρεστ. Το Χέλστοουν μοιάζει με χωριό βγαλμένο μέσα από ένα ποίημα- συγκεκριμένα θυμίζει ποίημα του Τέννυσον. Όμως εδώ θα σταματήσω. Θα γελούσατε μαζί μου αν σας έλεγα τη γνώμη μου για το Χέλστοουν . Όπως είναι πραγματικά. ”
“ Σας βεβαιώνω πως όχι. Βλέπω όμως πως είστε αποφασισμένη. Πείτε μου τουλάχιστον αυτό που θα επιθυμούσα περισσότερο να μάθω: Πώς είναι το πρεσβυτέριο ; ”
“Α, δεν μπορώ να περιγράψω το σπίτι μου. Είναι το πατρικό μου και η ομορφιά του δεν χωράει σε λέξεις ”.
“ Παραιτούμαι. Είστε πολύ σοβαρή απόψε, Μάργκαρετ ”.
“ Με ποιόν τρόπο ; ” τον ρώτησε στρέφοντας πάνω του τα μεγάλα, όμορφα μάτια της. “ Δεν καταλαβαίνω”.
“Μα, επειδή εξαιτίας ενός ατυχούς σχολίου μου, αρνείστε να μου περιγράψετε το Χέλστοουν και δεν θα μου πείτε το παραμικρό για το σπίτι σας, αν και γνωρίζετε πόσο επιθυμώ να μάθω και για τα δύο, ιδιαίτερα για το τελευταίο”.
“ Όμως, πράγματι δεν μπορώ να σας μιλήσω για το πατρικό μου. Δεν νομίζω ότι μπορεί κανείς να μάθει γι αυτό εκτός κι αν το έχει γνωρίσει”.
“Τότε, λοιπόν ” – είπε κάνοντας μια μικρή παύση- “ πείτε μου πώς περνάτε τον χρόνο σας εκεί. Εδώ διαβάζετε, ή κάνετε μαθήματα, ή ασκείτε το μυαλό σας με κάποιον άλλον τρόπο μέχρι το μεσημέρι. Κατόπιν κάνετε έναν περίπατο πριν το γεύμα, ίσως με την θεία σας κάνετε βόλτα με την άμαξα και ενδεχομένως έχετε κάποια κοινωνική υποχρέωση το βράδυ. Στο Χέλστοουν πώς περνάτε την ημέρα σας ; Κάνετε ιππασία, περιπάτους, βόλτα με την άμαξα ; ”
“ Σίγουρα κάνω περιπάτους. Άλογο δεν έχουμε- ούτε καν ο πατέρας μου. Πάει ακόμα και στα πιο μακρινά σημεία της ενορίας του με τα πόδια. Έχει τόσο όμορφα μέρη για περίπατο που είναι κρίμα να πηγαίνει κανείς με την άμαξα, ακόμα και με το άλογο. ”
“ Ασχολείστε με την κηπουρική ; Πιστεύω ότι είναι μια δραστηριότητα που ενδείκνυται για τις νεαρές κυρίες που ζούν στην εξοχή. ”
“ Δεν ξέρω. Φοβάμαι πως δεν θα μου άρεσε αυτού του είδους η δραστηριότητα”.
“ Συγκεντρώσεις για τοξοβολία, πικ -νικ, παιχνίδια ; ”
“ Α, όχι!” είπε γελώντας “ ο πατέρας μου κερδίζει ελάχιστα για τα προς το ζήν και ακόμα και αν διοργανώνονταν τέτοιου είδους δρστηριότητες στην περιοχή μας αμφιβάλλω αν θα μπορούσα να πάρω μέρος. ”
“Αντιλαμβάνομαι πως δεν έχετε σκοπό να μου αποκαλύψετε τίποτα. Το μόνο που μου λέτε είναι τι δεν κάνετε. Νομίζω πως πριν το τέλος των διακοπών θα σας επισκεφτώ για να διαπιστώσω ιδίοις όμμασι με τι πραγματικά ασχολείστε. ”
“Το ελπίζω. Έτσι θα δείτε και μόνος σας πόσο όμορφο είναι το Χέλστοουν. Τώρα πρέπει να πηγαίνω. Η Ήντιθ ετοιμάζεται να παίξει στο πιάνο και οι μουσικές μου γνώσεις αρκούν μόνο για να της γυρίζω τις σελίδες στην παρτιτούρα. Εξάλλου δεν θα άρεσε στην θεία Σώ να μας βλέπει να μιλάμε. ”
Η Ήντιθ έπαιξε εξαιρετικά. Στα μισά του κομματιού η πόρτα μισοάνοιξε και η Ήντιθ είδε τον λοχαγό Λέννοξ να στέκεται διστακτικός, μην ξέροντας αν έπρεπε να μπεί. Εκείνη, παράτησε το πιάνο και έτρεξε έξω από το δωμάτιο, αφήνοντας την Μάργκαρετ στην αμήχανη θέση να πρέπει να εξηγήσει στους καλεσμένους κοκκινίζοντας, το τι ακριβώς προκάλεσε την ξαφνική φυγή της Ήντιθ. Ο λοχαγός Λέννοξ είχε έρθει νωρίτερα από το αναμενόμενο ή μήπως είχε περάσει τόσο η ώρα; Οι καλεσμένοι έριξαν μια ματιά στα ρολόγια τους και εμφανώς κατάπληκτοι ετοιμάστηκαν να φύγουν.
Τότε μπήκε μέσα η Ήντιθ και λίγο ντροπαλά λίγο περήφανα τους παρουσίασε τον ψηλό και όμορφο λοχαγό της. Τα δύο αδέλφια έδωσαν τα χέρια και η κα Σω τον καλωσόρισε με τον ήρεμο, ευγενικό της τόνο που είχε μια ανεπαίσθητη χροιά παράπονου εξαιτίας της χρόνιας συνήθειάς της να θεωρεί τον εαυτό της θύμα σε έναν γάμο χωρίς έρωτα.
Με τον Στρατηγό να έχει αποδημήσει εις Κύριον, και έχοντας επιτέλους ό,τι επιθυμούσε χωρίς το παραμικρό μειονέκτημα, είχε βρεθεί σε αμηχανία προσπαθώντας να ανακαλύψει έστω και έναν απειροελάχιστο λόγο ανησυχίας αν όχι λύπης. Προσφάτως είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι υπήρχε φόβος για την υγεία της- την έπιανε ένα νευρικό βηχαλάκι κάθε φορά που το σκεφτόταν και ένας εξυπηρετικότατος γιατρός της είχε συστήσει αυτό ακριβώς που χρειαζόταν. Να περάσει το χειμώνα της στην Ιταλία. Η κα Σω είχε το θάρρος της γνώμης της και ήξερε τι ήθελε αλλά δεν της άρεσε ποτέ να δείχνει ότι κάνει κάτι για την δική της ευχαρίστηση αλλά ότι απλά θυσιαζόταν υπακούοντας τις εντολές άλλων. Είχε πραγματικά πείσει τον εαυτό της ότι υπέκυπτε σε κάποια ανάλγητη εξωτερική εντολή, μόνο και μόνο για να έχει την χαρά να γογγύζει και να διαμαρτύρεται ενώ στην πραγματικότητα έκανε αυτό ακριβώς που ήθελε.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο είχε αρχίσει να μιλάει για το ταξίδι της στο λοχαγό ο οποίος υπέφερε στωικά όπως του επέβαλλε το καθήκον προς την μέλλουσα πεθερά του ενώ το βλέμμα του ήταν στραμμένο στην Ηντιθ που παρά τις διαβεβαιώσεις του ότι είχε γευματίσει πριν από δύο ώρες, ετοίμαζε το τραπέζι με το τσάι.