Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2012

Κεφάλαιο III " Σπεύδε βραδέως"



ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ
ΣΠΕΥΔΕ ΒΡΑΔΕΩΣ
“ Learn to win a lady’s faith
Nobly, as the thing is high;
Bravely as for life and death-
With a royal gravity.
Lead her from the festive boards,
Point her to the starry skies,
Guard her, by your trustful words,
Pure from courtship’s flatteries.”
MRS BROWNING
“ Ο κος Χένρυ Λέννοξ”. Μόλις προ ολίγου, η Μάργκαρετ, τον είχε φέρει στη σκέψη της. Είχε θυμηθεί τις εξεταστικές του ερωτήσεις σχετικά με το ποιες ήταν οι ασχολίες της στο πατρικό της. Ήταν όπως λένε οι Γάλλοι “ Να μιλάς για τον ήλιο και ευθύς να ξεπροβάλλουν οι ακτίνες του”. Πραγματικά, σαν να έλαμψε ο ήλιος στο πρόσωπο της Μάργκαρετ καθώς άφησε κάτω τον καμβά της και πήγε να τον καλωσορίσει δια χειραψίας. “ Σάρα – ειδοποίησε τη μαμά”, είπε.
“ Η μαμά κι εγώ θέλουμε να σας ρωτήσουμε τόσα πράγματα σχετικά με την Ήντιθ. Σας είμαι βαθιά υποχρεωμένη που μας επισκεφτήκατε”.
“ Μα, δεν σας το είχα πεί ότι θα ερχόμουν;» της είπε χαμηλώνοντας την φωνή του.

“ Είχα ακούσει πως βρισκόσασταν στα Χάϊλαντς, δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα ερχόσασταν στο Χέλστοουν”.
“ Α” είπε πιο ανάλαφρα, “ το νιόπαντρο ζευγάρι μας έκανε τέτοια παιδιαρίσματα, τέτοιες τρέλες- ανέβαιναν β
ουνά, σαλπάρανε σε λίμνες- που σκέφτηκα ότι είχανε ανάγκη από έναν σώφρονα επιτηρητή να τους προσέχει. Και όντως, είχαν ξεφύγει εντελώς από τον έλεγχο του θείου μου και φρόντιζαν να τον κρατάνε σε κατάσταση πανικού τον καημένο τον γέρο άνθρωπο, επί δεκαέξι ώρες την ημέρα”. Τωόντι, μόλις είδα πόσο λίγο μπορούσε κανείς να τους έχει εμπιστοσύνη, θεώρησα καθήκον μου να μην τους χάσω από τα μάτια μου μέχρι και την ώρα που απέπλευσαν από το Πλύμουθ.
“ Πήγατε στο Πλύμουθ; Ω, η Ήντιθ δεν μου το ανέφερε. Τα τελευταία της γράμματα ήταν τόσο βιαστικά. Φύγανε όντως την Τρίτη;»
“ Απέπλευσαν και με απάλλαξαν από μεγάλες έννοιες. Η Ήντιθ μου έδωσε ένα σωρό παραγγελίες για εσάς. Νομίζω πως κάπου εδώ έχω ένα τόσο δα μικροσκοπικό σημείωμα….Ναι….Ιδού!”
“ Ω, σας ευχαριστώ” αναφώνησε η Μάργκαρετ και θέλοντας να το διαβάσει κατ’ ιδίαν, ζήτησε την άδεια να πάει να ειδοποιήσει την μητέρα της (Σίγουρα, κάποιο λάθος θα είχε κάνει η Σάρα) ότι ο κος Λέννοξ βρισκόταν στο σπίτι.
Μόλις έφυγε, αυτός άρχισε να κυττάζει γύρω του εξεταστικά. Το μικρό σαλονάκι αναδεικνυόταν με τον καλύτερο τρόπο στο πρωϊνό φως του ήλιου. Ρόδα και αγιόκλημα σκαρφάλωναν από το ανοιχτό παράθυρο. Το μικρό παρτέρι ήταν υπέροχο με τα ζωηρόχρωμα γεράνια και τις λουίζες. Τα λαμπερά χρώματα της φύσης όμως, έκαναν το εσωτερικό να μοιάζει φτωχό και ξεθωριασμένο. Το χαλί πολύ απείχε από το να θεωρείται καινούριο, τα κρετόν ήταν ξεβαμμένα, όλο το ενδιαίτημα ήταν μικρότερο και φτωχότερο από αυτό που ο ίδιος θεωρούσε εφάμιλλο της αρχοντιάς της Μάργκαρετ. Πήρε ένα από τα βιβλία που βρίσκονταν στο τραπεζάκι.
Ήταν “ O Παράδεισος” του Δάντη, με αυθεντικό παλαιό δέσιμο, χρυσό και λευκό. Δίπλα βρισκόταν ένα λεξικό και κάποιες λέξεις αντιγραμμένες με τον γραφικό χαρακτήρα της Μάργκαρετ. Ήταν μια απλή σειρά από λέξεις αλλά για κάποιο λόγο του άρεσε να τις κυττάει. Τις ακούμπησε κάτω αναστενάζοντας. “ Προφανώς το εισόδημά τους είναι ελάχιστο, όπως ακριβώς μου ανέφερε. Περίεργο, μια και οι Μπέρεσφορντ ανήκουν στις καλές οικογένειες”.
Η Μάργκαρετ στο μεταξύ είχε βρει την μητέρα της. Για την κα Χέηλ, ήταν μια από εκείνες τις ημέρες που τα πάντα την δυσκόλευαν και την κούραζαν υπερβολικά και η ξαφνική άφιξη του κου Λέννοξ δεν βελτίωσε την διάθεσή της αν και ενδόμυχα θεωρούσε κολακευτικό το ότι τους είχε κρίνει άξιους να τους επισκεφθεί.
“Τι ατυχία! Σήμερα δειπνούμε νωρίς μόνο με κρύο κρέας, έτσι ώστε οι υπηρέτες να έχουν το χρόνο να ασχοληθούν με το σιδέρωμα. Εν τούτοις επιβάλλεται να τον κρατήσουμε για δείπνο μια και είναι ο κουνιάδος της Ήντιθ. Κι ο πατέρας σου για κάποιο λόγο τον οποίο αγνοώ, δεν έχει πολύ καλή διάθεση σήμερα. Μόλις τώρα πήγα στο γραφείο του και τον βρήκα να κάθεται κρύβοντας το πρόσωπό του στα χέρια του. Του είπα πως κατά τη γνώμη μου το κλίμα του Χέλστοουν δεν κάνει καλό ούτε στον ίδιο και αίφνης, εκείνος σήκωσε το κεφάλι του εκλιπαρώντας με να μην ξαναμιλήσω για το Χελστοουν – του ήταν αφόρητο και πως αν υπήρχε ένα μέρος που αγαπούσε αυτό ήταν το Χέλστοουν. Όμως είμαι βέβαιη, φταίει το υγρό κλίμα.”
Η Μάργκαρετ αισθάνθηκε σαν να μπήκε ένα λεπτό παγωμένο σύννεφο ανάμεσα σ’αυτήν και στον ήλιο. Είχε ακούσει υπομονετικά την μητέρα της ελπίζοντας ότι το ξέσπασμά της θα της πρόσφερε κάποια ανακούφιση αλλά τώρα ήταν ώρα να φέρει πάλι το θέμα στον κο Λέννοξ.
“ Ο μπαμπάς συμπαθεί τον κο Λέννοξ. Τα πήγαν θαυμάσια οι δυό τους στην γαμήλια δεξίωση. Τολμώ να πω ότι θα του κάνει καλό η άφιξή του. Και μην ανησυχείς για το δείπνο, καλή μου μητέρα. Το κρύο κρέας είναι πολύ ταιριαστό για μεσημεριανό, κάτι το οποίο είναι σίγουρο ότι θα θεωρήσει ο κος Λέννοξ ένα δείπνο που σερβίρεται στις δύο μετά μεσημβρίας.”
“ Μα πώς θα τον απασχολήσουμε μέχρι τότε; Είναι ακόμα δέκα και μισή”.
“ Θα του ζητήσω να έρθει μαζί μου να ζωγραφίσουμε. Ξέρω πως ζωγραφίζει και έτσι δεν θα τον έχεις στα πόδια σου, μαμά. Όμως, σε παρακαλώ , πάμε – θα το θεωρήσει περίεργο αν δεν έρθεις.”
........................................................................................................................................
Ενθουσιάστηκε με την ιδέα της Μάργκαρετ να ζωγραφίσουν στην ύπαιθρο και όχι, για τίποτα στον κόσμο δεν θα ενοχλούσε τον κο Χέηλ, αφού μάλιστα θα τον συναντούσε τόσο σύντομα στο δείπνο. Η Μάργκαρετ του έφερε τα σύνεργά της της ζωγραφικής για να διαλέξει και αφού επέλεξαν με την δέουσα προσοχή χαρτιά και πινέλα, οι δυο τους ανεχώρησαν με την πιο εύθυμη των διαθέσεων.
“ Σταματήστε σας παρακαλώ ένα- δυο λεπτά, εδώ” είπε η Μάργκαρετ. “ Αυτές είναι οι αγροικίες που σε όλη την διάρκεια των βροχών μετάνοιωνα που δεν τις είχα απαθανατίσει”.
“ Πριν καταρρεύσουν και εξαφανιστούν. Αλήθεια, αν πρέπει να απαθανατιστούν – και είναι πράγματι πολύ γραφικές- καλύτερα να μην το αναβάλλουμε για τον επόμενο χρόνο. Αλλά πού μπορούμε να καθήσουμε;”
“ A, καλύτερα να είχατε έρθει κατευθείαν εδώ μετά την τέλεση του γάμου αντί να πάτε στα Χάιλαντς। Κυττάξτε αυτόν τον κομμένο κορμό δέντρου που οι ξυλοκόποι φαίνεται να τον έχουν αφήσει σε θέση με ιδανικό φωτισμό ! Θα ρίξω επάνω την εσάρπα μου και θα τον μετατρέψω σε αυθεντικό θρόνο του δάσους”!
“ Και με τα πόδια σας σ’ αυτά τα λασπόνερα ως βασιλικό υποπόδιο! Περιμένετε, θα μετακινηθώ και μπορείτε να έρθετε πιο κοντά προς το μέρος μου। Ποιοί μένουν σ’ αυτές τις αγροικίες; ”
“ Τις έχτισαν κάποιοι καταπατητές πριν από πενήντα ή εξήντα χρόνια. Η μία είναι ακατοίκητη. Οι δασοφύλακες θα την κατεδαφίσουν όταν πεθάνει ο καημένος ο γέροντας που μένει στην διπλανή. Κυττάξτε- να τος!- πρέπει να πάω να του μιλήσω. Είναι τόσο βαρήκοος που θα ακούσετε όλα τα μυστικά μας”.
Ο γέροντας, μπροστά στο καλυβι του, στεκόταν ξεσκούφωτος στον ήλιο ακουμπώντας στο μπαστούνι του। Τα αδρά του χαρακτηριστικά φάνηκαν να μαλακώνουν μόλις η Μάργκαρετ πλησίασε και του μίλησε। Ο κος Λέννοξ βιάστηκε να σκιτσάρει τις δύο φιγούρες στο σχέδιότου και τις πλαισίωσε ζωγραφίζοντας τα χαρακτηριστικά του τοπίου. Η Μάργκαρετ το αντιλήφθηκε αυτό αργότερα, όταν είχαν τελειώσει τα σχέδιά τους και αφού μάζεψαν ακουαρέλλες και χαρτιά, έδειξαν ο ένας στον άλλο τα έργα τους. Γέλασε και κοκκίνησε. Ο κος Λέννοξ την παρακολουθούσε προσεχτικά.
“Ε, λοιπόν, εγώ αυτό το λέω πανουργία” του είπε. “ Δεν κατάλαβα ότι είχατε σκοπό να κάνετε εμένα και τον γερο- Ισαάκ μοντέλα, όταν μου ζητήσατε να τον ρωτήσω την ιστορία των καλυβιών.”
“ Ήταν αδύνατον να συγκρατηθώ. Δεν μπορείτε να διαννοηθείτε τι είδους πειρασμός ήταν. Τολμώ να πω πως το σχέδιο αυτό θα είναι από τα αγαπημένα μου”.
Δεν ήταν σίγουρος αν εκείνη άκουσε την τελευταία του πρόταση καθώς απομακρυνόταν για να πλύνει την παλέτα της στο ρυάκι. Ήρθε πίσω αναψοκοκκινισμένη αλλά με μια έκφραση αθωότητας και άγνοιας. Χάρηκε γιατί τα λόγια εκείνα είχαν ξεγλιστρήσει άθελά του- πράγμα σπάνιο για έναν άνδρα όπως ο Χένρυ Λέννοξ, που σκεφτόταν και μετρούσε την κάθε του πράξη.
Η όψη του σπιτού ήταν καθώς πρέπει και φωτεινή όταν έφτασαν. Το συννεφιασμένο βλέμμα της μητέρας της είχε ξαστερώσει υπό την ευμενή επίδραση μιας πιατέλας με κυπρίνους που πάνω στην ώρα είχε φέρει ένας γείτονας. Ο κος Χέηλ είχε επιστρέψει από τον πρωινό του γύρο στους ενορίτες του και ανέμενε τον επισκέπτη του έξω ακριβώς από το πορτόνι που οδηγούσε στον κήπο. Έδειχνε ένας τέλειος τζεντλεμαν παρά το φτωχικό του πανωφόρι και το μάλλον φθαρμένο καπέλο του. Η Μάργκαρετ καμάρωνε για τον πατέρα της. Κάθε φορά ένοιωθε μια καινούρια τρυφερή περηφάνια με το πόσο εντυπωσίαζε και κέρδιζε τους ξένους. Παρ’ όλ’ αυτά η κοφτερή ματιά της εντόπισε στο πρόσωπό του ίχνη από κάποια ασυνήθιστη ταραχή, η οποία παρ’ότι είχε μπεί στο περιθώριο, εντούτοις δεν είχε ολοκληρωτικά εκλείψει.
Ο κος Χέηλ ζήτησε να δεί τα σχέδιά τους.
“ Νομίζω πως έκανες τα χρώματα στην αχυροσκεπή πολύ σκοτεινά, δεν νομίζεις;” Είπε καθώς επέστρεφε στην Μάργκαρετ το σχέδιό της και έτεινε το χέρι να πάρει αυτό του κου Λέννοξ το οποίο δεν κράτησε παραπάνω από ένα λεπτό.
“ Όχι, μπαμπά! Δεν νομίζω. Τα άχυρα και οι πέτρες σκουρύναν με την βροχή. Μοιάζει, δεν μοιάζει μπαμπά;” ρώτησε κυττάζοντας πάνω από τον ώμο του τις δύο φιγούρες στο σχέδιο του κου Λέννοξ.
“ Ναι, μοιάζει πολύ। Η δική σου φιγούρα και στάση έχουν αποδοθεί εξαιρετικά। Και ο καημένος ο γέρο- Ισαάκ έτσι ακριβώς δύσκαμπτος σκύβει εξαιτίας των ρευματισμών στην πλάτη του। Τι είναι αυτό που κρέμεται από το κλαδί του δέντρου। Όχι βέβαια φωλιά πουλιού।”
“ Α, όχι। Είναι το μπονέ μου। Δεν μπορώ να ζωγραφίσω φορώντας το. Το κεφάλι μου ζεσταίνεται πολύ. Αναρωτιέμαι αν μπορώ να ζωγραφίσω φιγούρες. Υπάρχουν τόσοι πολύ άνθρωποι εδώ γύρω τους οποίους θα ήθελα να ζωγραφίσω.”
«Θα έλεγα πως όταν κανείς επιθυμεί πολύ να απεικονίσει κάτι με πιστότητα τότε πάντα το καταφέρνει.» είπε ο κος Λέννοξ. Πιστεύω στην δύναμη της θέλησης. Νομίζω ότι προσωπικά τα κατάφερα πολύ καλά στη δική σας απεικόνιση.»
Ο κος Χέηλ προηγήθηκε στο σπίτι ενώ η Μάργκαρετ τριγύρισε για λίγο να μαζέψει λίγα τριαντάφυλλα για να κοσμήσει το καλό της φόρεμα που θα φορούσε στο δείπνο.
«Ένα συνηθισμένο κορίτσι του Λονδίνου θα αντιλαμβανόταν αμέσως το υπονοούμενο πίσω από το σχόλιό μου,» σκέφτηκε ο κος Λέννοξ. «Θα παρατηρούσε ενδελεχώς κάθε λέξη που θα της απεύθυνε ένας νεαρός με την κρυφή ελπίδα κάποιου κοπλιμέντου. Όμως η Μάργκαρετ δεν πιστεύω – Περίμενε!» της φώναξε. «Άσε με να σε βοηθήσω.» και της μάζεψε μερικά βελούδινα κρέμ τριαντάφυλλα τα οποία εκείνη δεν μπορούσε να φτάσει και έπειτα ξεχωρίζοντας τους μίσχους έβαλε δύο στην μπουτονιέρα του και έστειλε την Μάργκαρετ χαρούμενη και χαμογελαστή στο σπίτι να τα τακτοποιήσει.
Η συζήτηση κύλησε ομαλά και ευχάριστα κατά τη διάρκεια του δείπνου. Υπήρξαν πολλές ερωτήσεις και από τα δύο μέρη,για τα τελευταία νέα που μπορούσε να τους μεταφέρει σχετικά με την διαμονή της κας Σω στην Ιταλία, και υπό το ενδιαφέρον της συζήτησης, η απροσποίητη συμπεριφορά της οικογένειας στο πρεσβυτέριο αλλά κυρίως η συντροφιά της Μάργκαρετ, έκανε τον κο Λέννοξ να ξεχάσει την απογοήτευση που είχε αρχικά αισθανθεί όταν είχε δει να επαληθεύονται τα λόγια της Μάργκαρετ σχετικά με την περιορισμένη οικονομική δυνατότητα του πατέρα της.
« Μάργκαρετ, παιδί μου, θα μπορούσες να είχες μαζέψει μερικά αχλάδια για το επιδόρπιό μας» είπε ο κος Χέηλ, καθώς προσέφερε φιλόξενα την πολυτέλεια μιας φρεσκοανοιγμένης φιάλης κρασιού.

Η κα Χέηλ έσπευσε αμέσως। Φαινόταν σαν το επιδόρπιο να ήταν κάτι το ασυνήθιστο στο πρεσβυτέριο, αλλά αν ο κος Χέηλ είχε κάνει τον κόπο να κυττάξει καλύτερα, θα έβλεπε πως πίσω του υπήρχαν μπισκότα και μαρμελάδα όλα τοποθετημένα ευπρεπώς πάνω στο μπουφέ। Αλλά καθώς φαίνεται, τα αχλάδια και μόνον αυτά είχαν καρφωθεί για τα καλά στο μυαλό του κου Χέηλ। « Υπάρχουν λίγα κρυστάλια στον τοίχο κατά τον νοτιά που ξεπερνούν σε νοστιμιά κάθε εξωτικό φρούτο και λιχουδιά। Τρέξε να φέρεις μερικά।»


Η Μάργκαρετ και ο κος Λέννοξ σεργιάνισαν στο μικρό ταρατσάκι δίπλα στο τοίχο κατά το νοτιά, εκεί όπου βούιζαν ακόμα οι μέλισσες και πηγαινοέρχονταν ακάματες στις κυψέλες τους.
« Τι πλήρης που είναι η ζωή σου εδώ! Πάντα ένοιωθα ένα είδος συγκατάβασης για τους ποιητές που εύχονταν 
«Ένα μικρό σπιτάκι πλάι στο λόφο να ‘χα» και τα παρόμοια αλλά φοβάμαι πως η πικρή αλήθεια είναι πως δεν ήμουν τίποτα άλλο παρά ένας αστός. Τώρα δα, νομίζω πως είκοσι χρόνια νομικών σπουδών ωχριούν μπροστά στην γαλήνη που μπορεί να δώσει ένας χρόνος ήρεμης ζωής σαν κι αυτής δώ… τούτος ο ουρανός!» έκανε αναθωρρώντας- « τέτοιες κεχριμπαρένιες και άλικες φυλλωσιές, τέτοια απόλυτη ακινησία σαν κι αυτή!» κι έδειξε προς την μεριά κάποιων μεγάλων δέντρων του δάσους που είχαν τρυπώσει στον κήπο σαν σε φωλιά.
« Παρακαλώ, πρέπει να λάβετε υπόψιν σας ότι ο ουρανός εδώ δεν έχει πάντα αυτό το βαθύ γαλάζιο χρώμα. Βρέχει συχνά και τα φύλλα πέφτουν και σαπίζουν – παρόλο που κατά τη γνώμη μου το Χέλστοουν δεν είναι κατώτερο από άλλα μέρη του κόσμου. Θυμηθείτε ότι με περιγελάσατε για την περιγραφή που σας έδωσα εκείνο το βράδυ στην Χάρλευ Στρήτ:
‘ένα γραφικό χωριουδάκι’ .”
“ Σας περιγέλασα, Μάργκαρετ;! Αυτό είναι μια μάλλον σκληρή έκφραση.»

«Ίσως….αυτό που ξέρω εγώ είναι ότι ήθελα να σας μιλήσω για κάτι το οποίο είχα στην καρδιά μ ου εκείνη την στιγμή και εσείς – πώς μπορώ να το θέσω διαφορετικά- μιλήσατε υποτιμητικά για το Χέλστοουν θεωρώντας το απλώς σαν ένα γραφικό χωριουδάκι.
«Δεν πρόκειται να το επαναλάβω» της είπε με θέρμη. Έστριψαν στην αλέα.
«Μάργκαρετ, σχεδόν θα ήθελα…» - σταμάτησε διστακτικός. Ήταν τόσο παράξενο να διστάζει αυτός, ο συνήθως εύγλωττος δικηγόρος που η Μάργκαρετ σήκωσε το βλέμμα της και τον κύτταξε ερωτηματικά αλλά αμέσως κάτι πάνω του- δεν ήξερε να πεί τι ακριβώς- την έκανε να θέλει να βρίσκεται με την μητέρα της, τον πατέρα της , γενικά οπουδήποτε αλλού παρά μαζί του, γιατί ήταν σίγουρη ότι ετοιμαζόταν να της πεί κάτι στο οποίο εκείνη δεν ήξερε τι να απαντήσει. Στο επόμενο λεπτό το ισχυρό της αίσθημα υπερηφάνειας υπερνίκησε την στιγμιαία αμηχανία, την οποία ήλπιζε να μην είχε αντιληφθεί εκείνος. Φυσικά και μπορούσε να του απαντήσει και να του απαντήσει καταλλήλως μάλιστα- και ήταν τόσο λίγο και κατακριτέο εκ μέρους της να φοβάται το άκουσμα οποιωνδήποτε λόγων λες και δεν είχε την δύναμη να δώσει ένα τέλος σε αυτό σαν αξιοπρεπής κοπέλα.
«Μάργκαρετ» της είπε αιφνιδιάζοντάς την και πιάνοντάς την ξαφνικά από το χέρι, έτσι που αναγκάστηκε να μείνει ακίνητη και να ακούσει μισώντας τον εαυτό της για το φτερούγισμα που έκανε εκείνη την στιγμή η καρδιά της। «Μάργκαρετ, μακάρι να μην αγαπούσες τόσο πολύ το Χέλστοουν – να μην ήσουν τόσο απόλυτα ήρεμη και ευτυχισμένη εδώ। Ήλπιζα ότι αυτούς τους τρείς μήνες θα σου έλειπαν λιγάκι το Λονδίνο , και οι φίλοι σου από το Λονδίνο,ότι θα σου έλειπαν αρκετά έτσι ώστε να ακούσεις με μεγαλύτερη ευμένεια» (γιατί εκείνη προσπαθούσε ήσυχα αλλά σταθερά να αποτραβήξει το χέρι της) «κάποιον που δεν έχει πολλά να σου προσφέρει, είναι αλήθεια- τίποτα εκτός από ένα μέλλον με προοπτικές – αλλά που παρόλα αυτά σε αγαπάει, Μάργκαρετ, σχεδόν παρά την θέλησή του.»
« Μάργκαρετ, μήπως σε ξάφνιασα υπερβολικά; Μίλησέ μου!» της είπε γιατί είδε πως τα χείλη της έτρεμαν σαν να ήταν έτοιμη να κλάψει. Εκείνη έβαλε τα δυνατά της να δείξει αυτοκυριαρχία και να μιλήσει με φωνή σταθερή . Του είπε « Όντως ξαφνιάστηκα. Δεν είχα ιδέα ότι τρέφατε τέτοιου είδους αισθήματα απέναντί μου. Πάντα σας έβλεπα ως φίλο, και παρακαλώ επιτρέψτε μου να σας θεωρώ έτσι ακόμα. Δεν μου αρέσει να μου μιλούν έτσι όπως μου μιλήσατε μόλις . Δεν μπορώ να σας δώσω την απάντηση που επιθυμείτε εντούτοις θα λυπηθώ πολύ αν σας έκανα να θυμώσετε.»
«Μάργκαρετ», της είπε κυττάζοντάς τη στα μάτια που του ανταπέδωσαν ένα βλέμμα ευθύ ειλικρινές γεμάτο απεριόριστη εμπιστοσύνη και απρόθυμο στο να προκαλέσει πόνο. «Μήπως» -ήταν έτοιμος να πεί- «αγαπάς κάποιον άλλον;» Αλλά αυτή η ερώτηση θα ηχούσε ως προσβολή στην απόλυτη γαλήνη εκείνου του βλέμματος. « Συγχώρεσέ με. Βιάστηκα πολύ- και τιμωρούμαι. Μόνο, άφησέ με να ελπίζω. Μόνο να ελπίζω. Δώσ’μου μια ελάχιστη παρηγοριά λέγοντάς μου ότι δεν συνάντησες ποτέ κάποιον τον οποίον μπορούσες να..» Παύση ξανά. Δεν μπορούσε να ολοκληρώσει την φράση του. Η Μάργκαρετ αισθανόταν υπόλογη για την ολοφάνερη αγωνία του.
«Αχ, μακάρι να μην είχατε ποτέ βάλει αυτή την ιδέα στο μυαλό σας. Ήταν τόσο όμορφο να σας σκέφτομαι σαν φίλο.»
«Όμως μπορώ να ελπίζω – έτσι δεν είναι, Μάργκαρετ;- ότι κάποια μέρα θα μπορέσετε να με δείτε ως εραστή; Βεβαίως, όχι ακόμα, το καταλαβαίνω, δεν υπάρχει βιασύνη, αλλά ίσως κάποια στιγμή…»
Εκείνη έμεινε σιωπηλή για λίγο, προσπαθώντας να ανακαλύψει τι πραγματικά αισθανόταν μέσα της πριν αποκριθεί, κι έπειτα είπε: «Δεν σας είδα ποτέ παρά μόνο σαν φίλο. Μου άρεσε να σας θεωρώ φίλο μου αλλά είμαι σίγουρη πως δεν θα σας δώ ποτέ διαφορετικά. Σας παρακαλώ, ας ξεχάσουμε όλη αυτή την («δυσάρεστη» - ήταν έτοιμη να πεί, αλλά σταμάτησε απότομα) συζήτηση.»
Εκείνος, σώπασε για λίγο. Έπειτα, με το συνηθισμένο ψύχραιμο ύφος του, αποκρίθηκε:
«Βεβαίως, μια και τα συναισθήματά σας είναι δεδομένα και εφόσον αυτή η συζήτηση σας είναι φανερό ότι σας δυσαρεστεί, καλύτερα να την ξεχάσουμε. Θεωρητικώς είναι καλύτερα να ξεχνά κανείς ό,τι του προκαλεί πόνο, μολονότι , εγώ τουλάχιστον θα δυσκολευτώ να το πράξω.»
«Είναι φανερό πως σας πίκρανα.» είπε θλιμμένα. « Μπορώ να κάνω κάτι ;»
Ήταν πράγματι τόσο λυπημένη καθώς το έλεγε, που εκείνος αφού για λίγο πάλεψε με την μεγάλη απογοήτευσή του, απάντησε περισσότερο εύθυμα αλλά έχοντας ακόμα μια μικρή δόση αιχμηρότητας στο ύφος του:
«Μάργκαρετ, θα χρειαστεί να επανορθώσεις όχι μόνο επειδή προσέβαλλες έναν θαυμαστή αλλά και έναν άνδρα που γενικά δεν είναι επιρρεπής στα ειδύλλια – συνετό, ακόμα και κοσμικό όπως με αποκαλούν ορισμένοι- που όμως αφέθηκε να παρασυρθεί έξω από τις συνήθειές του από την δύναμη του πάθους – δεν θα μιλήσουμε στο εξής γι αυτό αλλά την μοναδική φορά που έδωσε διέξοδο στα βαθύτερα και αγνότερα αισθήματά του συνάντησε την απόρριψη και την απώθηση. Θα πρέπει να παρηγορηθώ περιφρονώντας τον εαυτό μου γι αυτήν την τρέλα. Ένα ορκισμένο γεροντοπαλίκαρο να σκέφτεται τον γάμο!»
.........................................................................
Εκείνος ανυπομονούσε να αναχωρήσει όσο κι εκείνη να τον δεί να φεύγει, αλλά μια ολιγόλεπτη χαλαρή συζήτηση όσο κι αν του κόστιζε ήταν το λιγότερο που θα μπορούσε να κάνει για να ανακουφίσει την πληγωμένη του ματαιοδοξία και τον αυτοσεβασμό. Κάθε τόσο έριχνε κλεφτές ματιές στο λυπημένο και σκεφτικό της πρόσωπο. «Δεν της είμαι τόσο αδιάφορος όσο νομίζει» είπε μέσα του «δεν θα σταματήσω να ελπίζω.»
Πριν περάσει ένα τέταρτο της ώρας, ο τόνος του έγινε ελαφρά σαρκαστικός - μιλούσε για την ζωή στο Λονδίνο και την ζωή στην εξοχή σαν να κορόιδευε ο ίδιος τον εαυτό του και να φοβόταν το σκωπτικό του ύφος. Ο κος Χέηλ τα είχε χάσει. Ο επισκέπτης του έμοιαζε τόσο διαφορετικός και από τότε που τον είχε δεί την ημέρα του γάμου αλλά και από το δείπνο εκείνης της ίδιας μόλις μέρας. Έμοιαζε πιο επιπόλαιος, επιτήδειος και κοσμικός επομένως ο κος Χέηλ τον εύρισκε λιγότερο του γούστου του. Ήταν μια ανακούφιση και για τους τρείς όταν ο κος Λέννοξ είπε πως θα έπρεπε να αναχωρήσει πάραυτα αν ήθελε να προλάβει το τραίνο των πέντε. Προχώρησαν προς το σπίτι για να αποχαιρετήσει την κα Χέηλ.
Την τελευταία στιγμή τα αληθινά συναισθήματα του κου Λέννοξ ξαναβγήκαν στην επιφάνεια. «Μάργκαρετ, μην με περιφρονείς. Παρά το ότι τα λόγια μου δεν ωφέλησαν σε τίποτα, τα συναισθήματά μου είναι αληθινά. Και αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι μετά από την απαξίωση με την οποία με άκουσες την τελευταία μισή ώρα νομίζω ότι όχι μόνο δεν σε μισώ αλλά σε αγαπώ περισσότερο. Αντίο, Μάργκαρετ ….Μάργκαρετ!»





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου