Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2012

Κεφάλαιο II: " Ρόδα και Αγκάθια "


Κεφάλαιο ΙΙ
Ρόδα και αγκάθια


“By the stoft green light in the woody glade
On the banks of moss where thy childhood played;
By the household tree, thro’ which thine eye
First looked in love to the summer sky.”


" Λάμψη πράσινη απαλή ‘ κεί στο ξέφωτο του δάσους
Και στις όχθες που παιδί κυνηγούσες τα όνειρά σου

Πλάι στο δέντρο της αυλής του σπιτιού του πατρικού σου

Σαν πρωτάνοιξες τα
μάτια στην αγάπη τ’ ουρανού σου। "

Η Μάργκαρετ ντυμένη για άλλη μια φορά με το κυριακάτικό της φόρεμα, ταξίδευε ήσυχα με τον πατέρα της που είχε έρθει για να βοηθήσει στο γάμο, προς την ιδιαίτερη πατρίδα της. Η μητέρα της είχε παραμείνει στο σπίτι χρησιμοποιώντας για την απουσία της ένα σωρό ελάχιστα πιστευτές δικαιολογίες, τις οποίες ουδείς κατανόησε πλήρως – εκτός του κου Χέηλ που ήξερε καλά ότι αποδείχτηκαν μάταια όλα τα επιχειρήματά του υπέρ ενός γκρί σατέν φορέματος το οποίο αν και δεν ήταν ακριβώς παλιό, εντούτοις είχε περάσει προ πολλού η εποχή που ήταν καινούριο. Επομένως, επειδή από οικονομική άποψη δεν ήταν σε θέση να εξασφαλίσει στην σύζυγό του την πρέπουσα αμφίεση για τον γάμο της μοναδικής ανηψιάς της, τότε εκείνη, δεν υπήρχε περίπτωση να παραστεί. Αν η κα Σω μπορούσε να φανταστεί τον πραγματικό λόγο για τον οποίο η αδελφή της δεν συνόδευσε τον σύζυγό της στον γάμο , θα την κατέκλυζε με τουαλέτες. Αλλά είχαν περάσει σχεδόν είκοσι χρόνια από τότε που η κα Σώ ήταν η πληβεία -αλλά χαριτωμένη- δεσποινίς Μπέρσφορντ, επομένως είχε λησμονήσει όλες τις σκοτούρες του βίου πλην αυτής που συνεπάγεται η διαφορά ηλικίας σε έναν γάμο, θέμα που μπορούσε να αναλύει επί μακρόν. Η αγαπημένη της αδελφή Μαρία, μόλις οχτώ χρόνια μεγαλύτερή της, καλοσυνάτη και με μαύρα κορακάτα μαλλιά από αυτά που πολύ σπάνια συναντά κανείς, είχε παντρευτεί τον εκλεκτό της καρδιάς της. Ο κος Χέηλ ήταν εξαιρετικός ρήτορας και υπόδειγμα εφημερίου. Ίσως να μην ήταν το λογικότερο που μπορούσε κανείς να συναγάγει με βάση τα παραπάνω αλλά η κα Σω, είχε καταλήξει χαρακτηριστικά, στο εξής συμπέρασμα σχετικά με την μοίρα της αδελφής της:
“ Παντρεύτηκε από έρωτα- τι περισσότερο θα μπορούσε να ευχηθεί η καλή μου Μαρία;»
Η αλήθεια είναι, ότι αν ρωτούσε κανείς την ίδια την κα Χέηλ, είχε ήδη έτοιμο έναν μακρύ κατάλογο με τον οποίο θα μπορούσε να απαντήσει : “ Ένα γκρί-ασημί μεταξωτό φόρεμα, ένα λευκό μπονέ και ... Α...! δεκάδες πράγματα για το γάμο και εκατοντάδες για το σπίτι”।
Μόνο η Μάργκαρετ ήξερε τους λόγους για τους οποίους η μητέρα της δεν θεωρούσε πρέπον να παραβρεθεί στο γάμο . Και δεν λυπόταν καθόλου στη σκέψη ότι θα την ξανασυναντούσε στο πρεσβυτέριο του Χέλστοουν και όχι στο σπίτι της Χάρλευ Στρήτ όπου τις τελευταίες ημέρες επικρατούσε αναστάτωση και η ίδια έπρεπε μεταξύ πολλών άλλων να είναι πανταχού παρούσα και διαθέσιμη σε ό,τι κι αν της ζητούσαν. Η σκέψη και μόνον όλων αυτών που είχε κληθεί να διεκπεραιώσει τις τελευταίες μέρες της προκαλούσε σωματική και ψυχική κόπωση. Είχε αποχαιρετήσει βιαστικά όλους και όλα που ήταν μέρος της ζωής της τα τελευταία χρόνια και αυτό τη γέμιζε με βαθειά θλίψη για τα χρόνια που είχαν περάσει- δεν είχε σημασία αν ήταν καλά ή άσχημα, είχαν πλέον περάσει ανεπιστρεπτί.
Δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα ένιωθε την καρδιά της τόσο βαριά, για το γεγονός ότι επέστρεφε στο πατρικό της, στο μέρος και στη ζωή που επιθυμούσε και λαχταρούσε τόσα χρόνια, ακριβώς τη χρονική στιγμή που αυτά τα συναισθήματα έχαναν την οξύτητά τους.
Απομάκρυνε με κόπο τις σκέψεις της από την αναπόληση του παρελθόντος και στράφηκε σε έναν ήρεμο στοχασμό ενός μέλλοντος φωτεινού και ελπιδοφόρου. Άρχισε να βλέπει εικόνες όχι από τα παλιά αλλά από αυτό που βρισκόταν μπροστά στα μάτια της: ο αγαπημένος της πατέρας κοιμόταν ακουμπώντας πίσω στο κάθισμα της άμαξας. Τα κατάμαυρα μαλλιά του τώρα ήταν γκρίζα και είχαν αρχίσει να αραιώνουν ψηλά στο μέτωπο. Τα ζυγωματικά του έντονα, ίσως παραπάνω απ’ όσο έπρεπε για να θεωρηθεί ελκυστικός, είχαν εντούτοις μια ιδιαίτερη χάρη. Το πρόσωπό του ήταν ήρεμο, αλλά πρόδιδε εκείνη την χαλάρωση της οποίας είχε προηγηθεί έντονη κόπωση μάλλον, παρά την ήρεμη ανάπαυση του ειρηνικού και ευχάριστου βίου. Η Μάργκαρετ συνειδητοποίησε με οδύνη τα σημάδια της φθοράς και του άγχους στο πρόσωπό του και άρχισε να αναλογίζεται ποια από τα γεγονότα που ήξερε μπορεί να του είχαν αφήσει τέτοια σημάδια έντονης και καθημερινής αγωνίας και έντασης.
“Ο καημένος ο Φρέντερικ!” σκέφτηκε αναστενάζοντας. “ Αχ, μακάρι να είχε γίνει κληρικός αντί να καταταγεί στο Ναυτικό και να τον χάσουμε! Μακάρι να ήξερα τι ακριβώς έγινε. Δεν κατάλαβα ποτέ αυτά που μου είπε η θεία Σω. Το μόνο που κατάλαβα είναι ότι δεν μπορεί να ξαναπατήσει το πόδι του στην Αγγλία εξαιτίας εκείνης της φριχτής υπόθεσης. Ο καημένος ο μπαμπάς! Πόσο δυστυχισμένος δείχνει! Χαίρομαι που τουλάχιστον επιστρέφω στο σπίτι και θα μπορώ να βοηθήσω και αυτόν και την μαμά.”
Μόλις εκείνος ξύπνησε, ετοιμάστηκε να τον χαιρετήσει με ένα λαμπερό χαμόγελο στο οποίο δεν μπορούσε κανείς να διακρίνει το παραμικρό ίχνος κούρασης. Της αντιγύρισε το χαμόγελο αλλά κάπως αχνά σαν να είχε ξεχάσει πώς χαμογελούν. Οι γραμμές του προσώπου του βρήκαν ξανά την συνηθισμένη τους ανήσυχη όψη. Είχε την τάση να μισανοίγει το στόμα του σαν να επρόκειτο να μιλήσει, πράγμα που τον έκανε να δείχνει αναποφάσιστος. Αλλά είχε τα ίδια μεγάλα, όμορφα μάτια όπως η κόρη του, και έστρεφε το βλέμμα του το ίδιο αργά, σχεδόν μεγαλόπρεπα. Η Μάργκαρετ, φυσιογνωμικά, έμοιαζε περισσότερο σε αυτόν παρά στην μητέρα της. Μερικές φορές οι άνθρωποι απορούσαν πώς οι γονείς της που ήταν τόσο ευειδείς είχαν μια κόρη που δεν θεωρούνταν το δείγμα της αντιπροσωπευτικής καλλονής .
Καθόλου όμορφη, την είχαν χαρακτηρίσει κατά καιρούς. Είχε μεγάλο στόμα, όχι εκείνο του τύπου “τριαντάφυλλο” που έμοιαζε ότι μπορούσε να ανοίξει μόνο τόσο όσο χρειαζόταν για να ψελλίσει “ ναι”, “όχι” και “όπως επιθυμείτε, κύριε”, εντούτοις τα χείλη της ήταν πλούσια και άλικα και το δέρμα της αν και όχι πάλλευκο έμοιαζε λείο και απαλό σαν ελεφαντόδοντο.
Αν και κατά κανόνα η όψη της μαρτυρούσε μια υπέρ του δέοντος αξιοπρέπεια και επιφύλαξη για το νεαρό της ηλικίας της, τώρα, καθώς μιλούσε στον πατέρα της ακτινοβολούσε σαν ηλιόλουστο πρωινό- το αστραφτερό της βλέμμα και τα χαριτωμένα της λακκάκια την έκαναν να μοιάζει με χαρούμενο παιδί που προσβλέπει στο μέλλον με εμπιστοσύνη.
Ήταν στα τέλη του Ιουνίου όταν η Μάργκαρετ επέστρεψε στο πατρικό της. Στο δάσος, οι φυλλωσιές στα δέντρα είχαν ένα πυκνό, σκούρο πράσινο, οι φτέρες από κάτω μάζευαν όλες τις ηλιαχτίδες που ξέφευγαν εδώ κι εκεί, η ατμόσφαιρα ήταν ζεστή και αποπνικτική.
Η Μάργκαρετ συνήθιζε να κάνει περιπάτους με τον πατέρα της, χτυπώντας με μια περίεργη χαρά τις φτέρες καθώς περπατούσε, και τις ένοιωθε να αναδίδουν και να στέλνουν προς τα πάνω το παράξενο άρωμά τους- έξω στα μεγάλα βοσκοτόπια κάτω από το ζεστό μυρωμένο φώς, βλέποντας χιλιάδες πλάσματα που ζούσαν ελεύθερα στη φύση, απολαμβάνοντας τον ήλιο και το πράσινο ολόγυρα. Αυτή η ζωή –ή τουλάχιστον αυτοί οι περίπατοι- ήταν ό,τι προσδοκούσε περισσότερο η Μάργκαρετ. Καμάρωνε για το δάσος της . Οι άνθρωποι εκεί, ήταν δικοί της άνθρωποι. Είχε γίνει φίλη με όλους τους. Μάθαινε -και απολάμβανε να χρησιμοποιεί -την διάλεκτό τους, ένοιωθε ελεύθερη ανάμεσά τους, ντάντευε τα μωρά τους, μιλούσε με τους ηλικιωμένους, έφερνε διάφορα καλούδια στους άρρωστους. Σύντομα αποφάσισε να διδάξει στο σχολείο που δίδασκε καθημερινά ο πατέρας της, αλλά συχνά έμπαινε στον πειρασμό να κάνει σκασιαρχείο για να επισκεφτεί κάποιον από τους φίλους της ( άντρα, γυναίκα ή παιδί) που έμενε σε κάποιο αγροτόσπιτο κοντά στο δάσος।
Η ζωή της έξω στη φύση ήταν πλήρης।Η ζωή μέσα στο σπίτι είχε ορισμένα μειονεκτήματα। Με την φυσιολογική αιδημοσύνη της ηλικίας της, κατηγορούσε τον εαυτό της για την τάση της να μην παραβλέπει τα κακώς κείμενα. Η μητέρα της – τόσο τρυφερή και στοργική μαζί της- έμοιαζε κάθε λίγο και λιγάκι αρκετά δυσαρεστημένη με τη παρούσα κατάσταση। τους. Θεωρούσε ότι ο επίσκοπος, αμελούσε σκόπιμα τις υποχρεώσεις του ως Ιεράρχης, στερώντας από τον Κο Χέηλ το εισόδημα που του αναλογούσε . Σχεδόν κατέκρινε τον σύζυγό της διότι δεν όρθωνε το ανάστημά του για απαιτήσει να φύγει από εκείνη την ενορία και να αναλάβει μια μεγαλύτερη. Εκείνος, αναστέναζε και απαντούσε ότι θα ήταν ευγνώμων αν εκτελούσε ως όφειλε τα καθήκοντά του ακόμα και στην μικρή ενορία του Χέλστοουν. Όμως μέρα με τη μέρα έμοιαζε και πιο καταβεβλημένος, ο κόσμος του γινόταν ολοένα και πιο συγκεχυμένος. Κάθε φορά που η μητέρα της τον πίεζε να απαιτήσει προαγωγή, εκείνος έμοιαζε να κλείνεται στον εαυτό του ολοένα και περισσότερο . Τέτοιες στιγμές η Μάργκαρετ προσπαθούσε να συμφιλιώσει την μητέρα της με τη ζωή στο Χέλστοουν.. Η κα Χέηλ έλεγε πως η γειτνίαση με το δάσος είχε άσχημη επίδραση στην υγεία της και η Μάργκαρετ προσπαθούσε να της μιλήσει για το πόσο καλό θα της έκαναν οι περίπατοι στα όμορφα, μεγάλα, ηλιόλουστα ή νεφοσκέπαστα βοσκοτόπια και πως σίγουρα δεν ήταν καλό που η ίδια είχε περιορίσει τη ζωή της στο σπίτι, βγαίνοντας σπάνια για να πάει στην εκκλησία στο σχολείο ή στα κοντινότερα σπίτια. Αυτό φαινόταν να έχει αποτέλεσμα για λίγο καιρό αλλά όταν ήρθε το φθινόπωρο και ο καιρός έγινε περισσότερο άστατος, η πεποίθηση της μητέρας της για το ανθυγιεινό κλίμα που ζούσε εδραιώθηκε και άρχισε να δυσφορεί που ο σύζυγός της, σαφώς περισσότερο μορφωμένος από τον Κο Χιούμ και ικανότερος κήρυκας από τον Κο Χουλντζγουωρθ, δεν είχε τύχει της προαγωγής που δόθηκε σε εκείνους τους πρώην γείτονές τους.
Αυτή η διακοπή της οικιακής γαλήνης από μεγάλα διαστήματα δυσαρέσκειας ήταν κάτι για το οποίο η Μάργκαρετ δεν ήταν καθόλου προετοιμασμένη. Γνώριζε και μάλλον διασκέδαζε με την σκέψη ότι θα έπρεπε να απαρνηθεί κάποιες πολυτέλειες, τις οποίες θεωρούσε μάλλον οχλήσεις και εμπόδια για την ελευθερία της στην Χάρλευ Στρητ. Η τάση της να ενδίδει σε τέτοιες απολαύσεις εξισορροπούνταν θαυμάσια από την εγνωσμένη της υπερηφάνεια ότι μπορούσε να ζήσει και χωρίς αυτές αν υπήρχε ανάγκη. Αλλά τα σύννεφα δεν έρχονται ποτέ από εκεί που τα περιμένεις. Υπήρχαν βέβαια κάποια περιστασιακά παράπονα και μικροστεναχώριες εκ μέρους της μητέρας της για κάποια μικροπράγματα σε σχέση με το Χέλστοουν και την θέση του κου Χέηλ και παλαιότερα, όταν η Μάργκαρετ περνούσε τις διακοπές της εκεί αλλά στο γενικότερο κλίμα ευφορίας ξεχνούσε εκείνες τις μικρές λεπτομέρειες που δεν της ήταν και τόσο ευχάριστες.
Στο δεύτερο μισό του Σεπτέμβρη, όταν έφτασε το φθινόπωρο με βροχές και καταιγίδες η Μάργκαρετ ήταν αναγκασμένη να περνά περισσότερο καιρό μέσα στο σπίτι απ’ ότι μέχρι τότε. Δεν υπήρχαν κοντά στο Χέλστοουν γείτονες με το δικό τους επίπεδο καλλιέργειας.
“ Πρόκειται αναμφίβολα για ένα από τα πλέον απομονωμένα μέρη της Αγγλίας» είπε η κα Χέηλ παραπονούμενη ως συνήθως. “Δεν μπορώ να μην στεναχωριέμαι που ο πατέρας σου δεν έχει κάποιον του δικού του επιπέδου να συναναστραφεί σε αυτόν τον τόπο. Είναι τόσο περιθωριοποιημένος . Συναναστρέφεται από το πρωί μέχρι το βράδυ μόνο αγρότες και εργάτες. Αν μονάχα ζούσαμε στην άλλη άκρη της ενορίας, αυτό θα ήταν κάτι. Θα είμασταν σε μια εύλογη απόσταση περιπάτου από τους Στάνσφηλν και σίγουρα θα μπορούσε κανείς να περπατήσει μέχρι τους Γκόρμαν.”
“ Τους Γκόρμαν;” είπε η Μάργκαρετ “Αυτούς που πλούτισαν εμπορευόμενοι στο Σάουθαμπτον; Α, χαίρομαι που δεν τους επισκεπτόμαστε. Δεν συμπαθώ τους εμπόρους. Νομίζω πως είμαστε καλύτερα έτσι, συναναστρεφόμενοι μόνο χωρικούς και ανθρώπους του μόχθου, ανθρώπους ανεπιτήδευτους .»
“ Μην γίνεσαι τόσο ιδιότροπη, Μάργκαρετ, καλή μου!” είπε η μητέρα της, σκεπτόμενη ενδόμυχα έναν όμορφο νεαρό από την οικογένεια Γκόρμαν που είχε τύχει να συναντήσει κάποτε στου κου Χιούμ.
“ Καθόλου! Νομίζω πως οι προτιμήσεις μου είναι αρκούντως λογικές. Συμπαθώ όλους τους ανθρώπους που ασχολούνται με τη γη. Συμπαθώ τους στρατιωτικούς και τους ναυτικούς καθώς και αυτούς που ασχολούνται με τα επαγγέλματα των τριών επιστημών καθώς λέγονται.* Σίγουρα δεν θα είχες την αξίωση να θαυμάζω κρεοπώλες, αρτοποιούς και κηροπλάστες, έτσι ; »
“ Μα οι Γκόρμαν ούτε κρεοπώλες είναι, ούτε αρτοποιοί. Κατασκευάζουν άμαξες. »
“ Περίφημα. Κι αυτοί τεχνίτες είναι και μάλιστα σε έναν τομέα λιγότερο χρήσιμο από τους κρεοπώλες ή τους αρτοποιούς. Α, πόσο πολύ με κούραζαν στης θείας Σω οι βόλτες με την άμαξα και πόσο ανάγκη είχα να περπατήσω!”
.......................................................................................
Η Ντίξον θεωρούσε ότι ο κος Χέηλ ήταν η καταστροφή που ανέτρεψε τις προσδοκίες που είχε για την ζωή της η νεαρή της κυρία. Κανείς δεν ξέρει τι κοινωνική εξέλιξη θα μπορούσε να έχει αν δεν είχε βιαστεί τόσο να δεσμευτεί με έναν φτωχό κληρικό της επαρχίας. Αλλά η πιστή Ντίξον δεν θα την εγκατέλειπε τη στιγμή της οδύνης και της κακοτυχίας που έμελλε να είναι –αλίμονο- ο έγγαμος βίος της. Παρέμεινε μαζί της, αφοσιωμένη στις ανάγκες της θεωρώντας εαυτήν ως κάποια αγαθή και προστατευτική νεράϊδα που είχε καθήκον να ενοχλεί τον κακόβουλο γίγαντα, τον κο Χέηλ. Ο νεαρός κος Φρέντερικ ήταν το καμάρι της, και η συνηθισμένη αυστηρότητα του ύφους της μαλάκωνε λίγο όταν άπαξ της εβδομάδος πήγαινε να τακτοποιήσει την κάμαρά του με επιμέλεια, σαν να επρόκειτο να επιστρέψει το ίδιο βράδυ.
Η Μάργκαρετ είχε αρχίσει να πιστεύει ότι είχαν φτάσει πρόσφατες ειδήσεις για τον αδελφό της, ειδήσεις που η μητέρα της αγνοούσε, αλλά που προκαλούσαν στον πατέρα της δυσθυμία και ανησυχία. Η κα Χέηλ έμοιαζε να μην έχει αντιληφθεί την αλλαγή στην ψυχολογία του συζύγου της. Η διάθεσή του ήταν πάντα ευπροσήγορη και ευγενική, και ανταποκρινόταν άμεσα σε ό,τι είχε να κάνει με την ευημερία και το καλό των άλλων. Έπεφτε σε βαθιά θλίψη που κρατούσε μέρες κάθε φορά που επισκεπτόταν κάποιον στο κατώφλι του θανάτου ή που άκουγε για κάποια εγκληματική πράξη. Αλλά τώρα η Μάργκαρετ τον έβλεπε να είναι αφηρημένος, σαν να απασχολούσε κάτι την σκέψη του, βυθισμένος σε μια θλίψη από την οποία δεν μπορούσε να βγεί με καμμία από τις καθημερινές του ασχολίες όπως η παρηγορία προς τους συγγενείς που έμεναν πίσω, ή τα μαθήματα που είχε αναλάβει στο σχολείο με την ελπίδα ότι θα πρόσφερε κάτι καλύτερο στην επόμενη γενιά. Οι επισκέψεις του στους ενορίτες ήταν λιγότερο συχνές απ’ ότι συνήθως. Περνούσε την περισσότερη ώρα κλεισμένος στο γραφείο του, με τη σκέψη στον ταχυδρόμο του χωριού , ο οποίος γνωστοποιούσε την άφιξή του με ένα χτύπημα στο παράθυρο. Άλλοτε, τύχαινε να χρειαστεί να χτυπήσει κατ’ επανάληψη για να τον αντιληφθούν οι ένοικοι. Τώρα ο κος Χέηλ χασομερούσε στον κήπο για να τον περιμένει αν ο καιρός ήταν καλός, κι αν όχι, καθόταν ρεμβάζοντας στο παράθυρο του γραφείου του μέχρι να τον δεί να έρχεται στο σπίτι ή να προσπερνάει στο μονοπάτι, χαιρετώντας με μια κίνηση του κεφαλιού κάπως συνωμοτική αλλά και γεμάτη σεβασμό τον πάστορα, που τον παρακολουθούσε να χάνεται πίσω από τους θάμνους με τις γλυκορεικιές και πέρα από την μεγάλη κουμαριά, πριν γυρίσει κι ο ίδιος στο δωμάτιο να ξεκινήσει τις δουλειές της ημέρας με βαριά καρδιά και τις σκέψεις του να στριφογυρίζουν.
Αλλά η Μάργκαρετ βρισκόταν σε μια ηλικία στην οποία κάθε φόβος που δεν ήταν εδραιωμένος σε πραγματικά γεγονότα εξαφανιζόταν για λίγο από μια ηλιόλουστη μέρα ή κάποιο άλλο χαρούμενο περιστατικό. Κι όταν έφτασαν οι λαμπερές μέρες στο «μικρό καλοκαιράκι” του Οκτωβρίου, όλες της οι έγνοιες πέταξαν μακριά σαν το χνούδι των λουλουδιών και δεν σκεφτόταν άλλο από τις ομορφιές του δάσους. Οι φτέρες είχαν θεριστεί και τώρα που είχαν σταματήσει οι βροχές, είχε πρόσβαση σε πολλά ξέφωτα τα οποία μόνο από μακριά μπορούσε να δεί τους καλοκαιρινούς μήνες.
Είχε πάρει μαθήματα σχεδίου με την Ήντιθ και μετανιωμένη κατά την περίοδο των βροχών που είχε αφήσει να περάσει τόσος χρόνος με καλοκαιρία ανεκμετάλλευτος , τώρα ήταν αποφασισμένη να ζωγραφίσει όσο περισσότερο μπορούσε την ομορφιά του δάσους, προτού ενσκήψει για τα καλά ο χειμώνας। Έτσι, εκείνη την ημέρα, ήταν πολύ απασχολημένη με την προετοιμασία του καμβά της, όταν η Σάρα, η υπηρέτρια, άνοιξε την πόρτα του σαλονιού και ανάγγειλε: “ Ο κος Χένρυ Λέννοξ.”

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου